Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

"Pastrami" (posted in the The New Yorker by Etgar Keret on 20.11.2012)


Ο ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ
του Έτγκαρ Κέρετ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΕΒΡΑΪΚΑ ΣΟΝΤΡΑ ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΝ
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΙΑ ΔΑΜΙΑΝΑΚΗ

Η σειρήνα της αεροπορικής επιδρομής μας πρόλαβε πάνω στη λεωφόρο, στο δρόμο για το σπίτι του παππού Γιονάταν, λίγα χιλιόμετρα βόρεια του Τελ Αβίβ. Η γυναίκα μου, η Σίρα, σταματάει το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και βγαίνουμε έξω από τ’ αμάξι, αφήνοντας τις ρακέτες του μπάντμιντον και την τριχωτή μπάλα στο πίσω κάθισμα. Ο Λεβ μου κρατάει το χέρι και λέει, «Μπαμπά, έχω μια ανησυχία.» Είναι επτά ετών, και τα επτά είναι η ηλικία όπου δε θεωρείται cool να μιλάς για το φόβο, επομένως η λέξη «ανησυχία» χρησιμοποιείται στη θέση του.
Ακολουθώντας τις οδηγίες του H.F.C., η Σίρα ξαπλώνει στην άκρη του δρόμου. Λέω στον Λεβ ότι πρέπει να ξαπλώσει κι εκείνος. Αλλά εξακολουθεί να στέκεται εκεί, το μικρό του ιδρωμένο χέρι να κρατά το δικό μου.
«Ξάπλωσε επιτέλους,» λέει η Σίρα, υψώνοντας τη φωνή της για να ακουστεί πάνω από τη διαπεραστική σειρήνα.
 «Τι θα ‘λεγες να παίζαμε το παιχνίδι του σάντουιτς με παστουρμά;» ρωτάω τον Λεβ.
«Τι είν’ αυτό;» ρωτάει, χωρίς να αφήσει το χέρι μου.
«Η μαμά κι εγώ είμαστε φέτες ψωμί,» εξηγώ, « κι εσύ είσαι μια φέτα από παστουρμά, και πρέπει να φτιάξουμε ένα σάντουιτς με παστουρμά όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Πάμε. Πρώτα, ξαπλώνεις πάνω στη μαμά,» λέω, και ο Λεβ ξαπλώνει πάνω στην πλάτη της Σίρα και την αγκαλιάζει όσο πιο δυνατά μπορεί. Ξαπλώνω πάνω τους, πιέζοντας πάνω στην υγρή γη με τα χέρια μου έτσι ώστε να μην τους συνθλίψω.
«Είναι ωραία εδώ,» λέει ο Λεβ και χαμογελάει.
«Το να είσαι ο παστουρμάς είναι το καλύτερο,» λέει η Σίρα από κάτω του.
«Παστουρμάς!» φωνάζω.
«Παστουρμάς!» φωνάζει η γυναίκα μου.
«Παστουρμάς!» φωνάζει ο Λεβ, η φωνή του τρέμει, είτε από ενθουσιασμό είτε από φόβο.
«Μπαμπά,» λέει ο Λεβ, «κοίτα, περπατάνε μυρμήγκια πάνω στη μαμά.»
«Παστουρμάς με μυρμήγκια!» φωνάζω.
«Παστουρμάς με μυρμήγκια!» φωνάζει η γυναίκα μου.
«Ναιφωνάζει ο Λεβ.
Και τότε ακούμε το μπουμ. Δυνατό, αλλά μακρινό. Παραμένουμε ξαπλωμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, χωρίς να κουνάμε, για πολλή ώρα. Τα χέρια μου έχουν αρχίσει να πονάνε από το βάρος. Με την άκρη του ματιού μου, βλέπω άλλους οδηγούς που ήταν ξαπλωμένοι πάνω στη λεωφόρο να σηκώνονται και να τινάζουν τη σκόνη από τα ρούχα τους. Σηκώνομαι κι εγώ.
«Κάτσε κάτω,» μου λέει ο Λεβ, «κάτσε κάτω, μπαμπά. Χαλάς το σάντουιτς.»
«Ξαπλώνω κάτω για άλλο ένα λεπτό, και λέω, «Ο.Κ., τέλος το παιχνίδι. Κερδίσαμε.»
«Αλλά είναι ωραία,» λέει ο Λεβ. «Ας μείνουμε έτσι για λίγο ακόμα.»
Μένουμε έτσι για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα. Η μαμά από κάτω, ο μπαμπάς από πάνω, και στη μέση ο Λεβ και μερικά κόκκινα μυρμήγκια. Όταν επιτέλους σηκωνόμαστε, ο Λεβ ρωτάει πού έπεσε η ρουκέτα. Δείχνω προς την κατεύθυνση απ’ την οποία ακούστηκε η έκρηξη. «Ακούστηκε σαν να έπεσε κοντά στο σπίτι μας,» λέω.
«Ουφ», λέει ο Λεβ, απογοητευμένος, «τώρα ο Λαχάβ πιθανότατα θα βρει κάποιο κομμάτι πάλι. Χτες, ήρθε στο σχολείο με ένα κομμάτι σίδερο από την τελευταία ρουκέτα, και είχε το σύμβολο της εταιρείας πάνω του και το όνομά της στα αραβικά. Γιατί έπρεπε να πέσει τόσο μακριά;»
«Καλύτερα μακριά παρά κοντά,» λέει η Σίρα καθώς σκουπίζει άμμο και μυρμήγκια από το παντελόνι της.
«Το καλύτερο θα ήταν να ήταν αρκετά μακριά ώστε να μη συμβεί τίποτα σε μας, αλλά αρκετά κοντά ώστε να μαζέψω μερικά κομμάτια,» συνοψίζει ο Λεβ.
«Το καλύτερο θα ήταν να παίζαμε μπάντμιντον στο γρασίδι του παππού,» λέω, και ανοίγω την πόρτα στην πίσω θέση του αμαξιού.
«Μπαμπά,» λέει ο Λεβ όσο του δένω τη ζώνη, «υποσχέσου ότι αν υπάρξει άλλη σειρήνα, εσύ και η μαμά θα παίξετε πάλι Παστουρμά μαζί μου.»
«Το υπόσχομαι,» λέω, «κι αν το βαρεθούμε, θα σου μάθω πώς να παίζεις το Ψητό Τυρί.»
«Τέλεια!» λέει ο Λεβ, και ένα δευτερόλεπτο αργότερα, προσθέτει πιο σοβαρά, «αλλά τι θα γίνει αν δεν υπάρξουν ποτέ ξανά σειρήνες;»
«Νομίζω ότι θα υπάρξουν τουλάχιστον μία με δύο ακόμα,» τον καθησυχάζω.
«Κι αν όχι,» προσθέτει η μαμά του από το μπροστινό κάθισμα, «μπορούμε να το παίξουμε χωρίς τις σειρήνες, επίσης.»

ΤΕΛΟΣ