Salvatore Scibona- "Where i learned to read" (The New Yorker, June 13, 2011)

ΠΟΥ ΕΜΑΘΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΩ
του Σαλβατόρε Σιμπόνα

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΙΑ ΔΑΜΙΑΝΑΚΗ
Έβαλα τα δυνατά μου να αποβληθώ από το Λύκειο. Απότυχα στην αγγλική λογοτεχνία, στην αμερικάνικη λογοτεχνία, την ισπανική, στα μαθηματικά, στη χημεία, φυσική. Κάποτε, σε μία κρίση μελαγχολικής ματαιοδοξίας, έκαψα το σχολικό μου έλεγχο στο νεροχύτη του KFC, όπου εργαζόμουν τρίβοντας το καμμένο λίπος από τις χύτρες ταχύτητας. Την αγαπούσα αυτή τη δουλειά όπως ο σκύλος αγαπάει ένα πτώμα σ’ ένα χαντάκι. Γυρνούσα σπίτι μ’ αυτή τη βρωμιά. Ήταν μία συνετή αρχική σταδιοδρομία, στην οποία ήθελα με βεβαιότητα μόνο ένα πράγμα, να φύγω μακριά από το Οχάιο, και ο «Συνταγματάρχης» μπορεί να με προσλάβει οπουδήποτε στον κόσμο. Ο αρχικός μισθός ήταν $3,85 την ώρα. Έκανα αποταμίευση για το μέλλον.
Αλλά δεν ήταν εξωπραγματική, αυτή η προοπτική του μέλλοντος, όταν με το ζόρι έβγαζα το δημοτικό; Πάντα πήγαινα σ’ αυτή τη δουλειά. Γιατί δεν μπορούσα να φανώ στο γραφείο του δωματίου μου και να γράψω μια περίληψη του 5 για τη ζωή του Γούντροου Γουίλσον; Η τηλεόραση έμενε ανοιχτή μέρα και νύχτα, τραγουδώντας σα σειρήνα στο συνωστισμένο σπίτι. «Έλα κάτσε δίπλα μου και πέθανε λιγάκι», έλεγε.
Δεν ήξερα τι έκανα ή σε τι πίστευα, εκτός από τις ΗΠΑ και τους Κλίβελαντ Μπράουνς. Μερικές φορές, για να σπάσω τον εθισμό μου στην τηλεόραση, περνούσα τη νύχτα σε μια εγκαταλειμμένη αποθήκη, όπου φύτρωναν μανιτάρια μέσα από τις άκρες των δοκαριών. Η αποτοξίνωση της πίσω αυλής. Συνήθιζα να διαβάζω εκεί μέσα, ή τέλος πάντων να στριφογυρίζω τα μάτια μου στις σελίδες των βιβλίων της βιβλιοθήκης, «Μακριά από την Αφρική» (το κορίτσι που είχα ερωτευτεί λάτρευε την ταινία), η αυτοβιογραφία του Ντόναλντ Τραμπ, Κίρκεγκωρ, «Τα φύλλα του χορταριού», ένα βιβλίο για το πώς να φτιάξεις ένα ρομπότ από μία οκτακάναλη μηχανή. Από τη στιγμή που κανείς δεν είχε προσυπογράψει το βιβλίο, μπορούσα να το κρατήσω. Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που διάβαζα. Στην πραγματικότητα δεν ήξερα πώς να διαβάσω. Το διάβασμα μπέρδευε το μυαλό μου με ένα ακατανόητο τρόπο. Μ’ έκανε χαρούμενο, ή κάτι τέτοιο. Αντέγραψα την πρώτη παράγραφο του «Μία αμερικάνικη παιδική ηλικία» της Άννη Ντίλαρντ στον τοίχο του δωματίου μου. Το βιβλίο ήταν ένα δώρο από έναν άριστο δάσκαλο, έναν κυριολεκτικά ευαγγελιστή με κομψά παπούτσια, που επίσης με απέβαλε, φυσικά, με καλό λόγο. Ακόμη και για τον εαυτό μου ήμουν μία χαμένη υπόθεση.
Νωρίς στο λύκειο, ένα κορίτσι στην αίθουσα μαθητών μου έδωσε μία μπροσούρα που της είχε στείλει ένα κολέγιο. Το πρόγραμμα του κολεγίου ήταν εξωφρενικό. Δεν είχε αιρετούς. Ούτε ένα βιβλίο ενός ζωντανού συγγραφέα στη λίστα των σεμιναρίων. Ωστόσο, καθόλου τεστ. Καθόλου βαθμοί, εκτός κι αν ζητούσες να τους δεις. Δεν υπήρχαν συγγράμματα- ήμουν μπερδεμένος. Στη θέση ενός εγχειριδίου αστρονομίας, θα διάβαζες τον Κοπέρνικο. Κανένα βιβλίο για τον Αριστοτέλη, μόνο τον Αριστοτέλη. Σαν να διάβαζες τα βιβλία-βιβλία. Τα Μεγάλα Βιβλία, όπως τα αποκαλούν, παρόλο που δεν είχα ακούσει ποτέ τα περισσότερα από αυτά. Ήταν παρόμοιο με το να παίρνεις ιερές εντολές, αλλά το σχολείο –το κολέγιο του Αγίου Ιωάννη- ήταν μη εκκλησιαστικό για τριακόσια χρόνια. Αντί να προσεύχεσαι, διαβάζεις. Η μοναξιά μου ήταν τοξική. Το μέλλον διαγραφόταν θολό. Το κολέγιο στεκόταν στην έρημη πλαγιά ενός βουνού στη Σάντα Φε, στο Νέο Μεξικό, χιλιαπεντακόσια μίλια μακριά από το σπίτι. Δε θα μπορούσα ποτέ να μπω σ’ ένα τέτοιο σχολείο. Οι γονείς μου δεν είχαν φράγκο. Και αγαπούσα όλη αυτή την παράλογη και ωραία ιδέα. Θα έσβηνα τα πάντα (ή έτσι πίστευα πραγματικά) και θα πήγαινα σ’ αυτό το μέρος και θα τους ζητούσα να με δεχτούν. Το ένιωθα σαν ένα κάλεσμα. Ήταν ένα κάλεσμα.
Αναγνώστη, το λάτρεψα.
Το καλοκαίρι πριν να ξεκινήσω, ο κοσμήτορας έβαλε τους νεοαφιχθέντες σπουδαστές να διαβάσουν την Ιλιάδα και να απομνημονεύσουν το ελληνικό αλφάβητο. Ένα χρόνο πριν, δεν ήξερα ότι τα αρχαία ελληνικά υπήρχαν ακόμα. Είχα υποθέσει ότι ό,τι γνωρίζαμε για τους Έλληνες ήταν μία φήμη. Οι άλλοι σπουδαστές έρχονταν από τη Λουιζιάνα, την Αλάσκα, τη Μαλαισία. Δεν αναγνώριζα τίποτα από τη φυτοζωική ζωή εδώ. Μετά τα ελληνικά, θα μαθαίναμε να διαβάζουμε γαλλικά. Ένας δάσκαλος, ένας γλυκομίλητος γίγαντας από το Κολοράντο με ένα εβραϊκό καπελάκι και ένα τριμμένο μάλλινο σακάκι, έδειξε με το δάχτυλο ένα σύμβολο σε μια διαφορική εξίσωση από το «Αρχές» του Νεύτωνα και είπε, «Εδώ είναι που οι ανώτερες-μεσαίες-αστικές προκαταλήψεις για το χρόνο και το χώρο αρχίζουν να διαλύονται.»
Δάνεια. Δωρεές από το κολέγιο και την κυβέρνηση. Δουλειές από κουβαλητή ασβέστη σε υπάλληλο βιβλιοθήκης. Κουβάλησα τούβλα και σοβάντιζα στις ταράτσες των σπιτιών στη διάρκεια των καλοκαιριών, αλλά αν δεν είχα προλάβει να διαβάσω την προηγούμενη νύχτα, τα πόδια μου με εγκατέλειπαν από το μεσημέρι. Ακόμη και το κορμί μου είχε την ανάγκη να διαβάσει.
Στο τελευταίο έτος στο κολέγιο, διαβάζαμε Αϊνστάιν την ώρα των μαθηματικών, Δαρβίνο στο εργαστήριο, Μπωντλαίρ στη γαλλική παιδαγωγική, Έγελο στο σεμινάριο. Το σεμινάριο γινόταν δυο φορές την εβδομάδα για τέσσερα χρόνια, οχτώ με δέκα το βράδυ ή αργότερα, όλους τους σπουδαστές τους αποκαλούσαν με το επίθετο. Τα Σαββατοκύριακα, έκανα παρέα με τους φίλους μου. Η έκπληξη, η απίστευτη τύχη, είχα φίλους. Ένας καθόταν στο δωμάτιό μου με μία μπύρα και τη «Φαινομενολογία του πνεύματος» στο χέρι, διαβάζοντας δυνατά μία πρόταση τη φορά και σταματώντας να ρωτήσει, «Εντάξει, τι σήμαινε αυτό;» Η σημασία του όλου πράγματος θα μπορούσε να ήταν αστεία αν δεν ήταν τόσο διασκεδαστική, κι αν δεν ήμουν τόσο τυχερός να βρω τον προορισμό μου.
Συνοψίζοντας τα γεγονότα, ήμουν ένα θλιμμένο μικρό αγόρι και μια κοινοτοπία, ένας ανεπαρκής, εγωιστής, αποθαρρυμμένος έφηβος. Όλα πήγαιναν κατά διαόλου, και τότε αυτοί οι ξένοι με άφησαν να πάω στο σχολείο τους και μου έδειξαν πώς να διαβάζω. Λαμβάνοντάς τα όλα υπόψη, κάθε χρόνος από τότε ήταν μία πιο έντονη και αινιγματική πηγή χαράς.

                            ΤΕΛΟΣ

ILLUSTRATION: OLIMPIA ZAGNOLI