Etgar Keret- "Creative Writing" (The New Yorker, January 2, 2012)

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
του Έτγκαρ Κέρετ

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΙΑ ΔΑΜΙΑΝΑΚΗ

Η πρώτη ιστορία που έγραψε η Μάγια ήταν για έναν κόσμο, στον οποίο οι άνθρωποι χώριζαν τον εαυτό τους στα δύο αντί να αναπαράγονται. Σ’ εκείνο τον κόσμο, κάθε άτομο μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή, να μετατραπεί σε δύο υπάρξεις, η κάθε μια στο μισό της ηλικίας του/της. Κάποιοι επέλεγαν να το κάνουν αυτό όταν ήταν νέοι –για παράδειγμα ένας 18χρονος μπορούσε να διαιρεθεί σε δύο εννιάχρονους. Άλλοι περίμεναν ώσπου να έχουν αποκατασταθεί οι ίδιοι επαγγελματικά και οικονομικά και προχωρούσαν σε αυτό μόνο στη μέση ηλικία πια. Η ηρωίδα της ιστορίας της Μάγιας ήταν αδιαίρετη. Είχε φτάσει στην ηλικία των ογδόντα και παρά τη συνεχή κοινωνική πίεση, επέμενε στο να μη διαιρεθεί. Στο τέλος της ιστορίας, εκείνη πέθανε.
Ήταν μια καλή ιστορία, εκτός από το τέλος της. Υπήρχε κάτι το καταθλιπτικό σ’ αυτό το σημείο, ο Άβιαντ σκέφτηκε. Καταθλιπτικό και προβλέψιμο. Αλλά η Μάγια, στο εργαστήριο συγγραφής στο οποίο είχε γραφτεί, πραγματικά έλαβε πολλές φιλοφρονήσεις για το τέλος της. Ο εισηγητής, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν ένας πολύ γνωστός συγγραφέας, αν και ο Άβιαντ δεν τον είχε ακούσει ποτέ, της είπε ότι υπήρχε κάτι το σπαραξικάρδιο σε σχέση με την κοινοτοπία του τέλους, ή κάτι παρόμοιες αηδίες. Ο Άβιαντ είδε πόσο χαρούμενη έκανε τη Μάγια αυτό το κοπλιμέντο. Ήταν πολύ ενθουσιασμένη όταν του μίλησε γι’ αυτό. Διηγήθηκε αυτό που της είχε πει ο συγγραφέας με τον τρόπο που οι άνθρωποι διηγούνται ένα εδάφιο από τη Βίβλο. Και ο Άβιαντ, που είχε αρχικά προσπαθήσει να προτείνει ένα διαφορετικό τέλος, πισωγύρισε και είπε ότι όλα ήταν θέμα προσωπικής αντίληψης και ότι πραγματικά δεν καταλάβαινε πολλά γι’ αυτό.
Ήταν ιδέα της μητέρας της να πάει εκείνη σε ένα εργαστήριο δημιουργικής γραφής. Είχε πει ότι η κόρη μίας φίλης της είχε παρακολουθήσει ένα και το ευχαριστήθηκε πάρα πολύ. Ο Άβιαντ, επίσης, σκέφτηκε ότι θα ήταν καλό για τη Μάγια να βγαίνει έξω περισσότερο, να κάνει κάτι για τον εαυτό της. Εκείνος μπορούσε πάντα να θάψει τον εαυτό του στη δουλειά, αλλά μετά την αποβολή, εκείνη δεν έφευγε ποτέ από το σπίτι. Όποτε γύριζε εκείνος στο σπίτι, την έβρισκε στο σαλόνι, να κάθεται σε όρθια θέση στον καναπέ. Να μη διαβάζει, να μη βλέπει τηλεόραση, ούτε καν να κλαίει. Όταν η Μάγια δίστασε για τα μαθήματα, ο Άβιαντ ήξερε πώς να την πείσει. «Πήγαινε για μια φορά, κάνε μια προσπάθεια.» είπε εκείνος, «με τον τρόπο που ένα παιδί πάει ημερήσια κατασκήνωση». Αργότερα, συνειδητοποίησε ότι ήταν κάπως απερίσκεπτο από μέρους του να χρησιμοποιήσει ένα παιδί για παράδειγμα, μετά από αυτό που είχαν περάσει δύο μήνες πριν. Αλλά η Μάγια στ’ αλήθεια χαμογέλασε και είπε ότι η ημερήσια κατασκήνωση ίσως να ήταν αυτό που χρειαζόταν.
Η δεύτερη ιστορία που έγραψε ήταν για έναν κόσμο, στον οποίο μπορούσες να δεις μόνο τους ανθρώπους που αγαπούσες. Ο πρωταγωνιστής ήταν ένας παντρεμένος άντρας, ερωτευμένος με τη γυναίκα του. Μία μέρα, η γυναίκα του πήγε κατά πάνω του στο διάδρομο και το ποτήρι που εκείνος κρατούσε έπεσε και θρυμματίστηκε στο πάτωμα. Λίγες μέρες αργότερα, κάθισε πάνω του καθώς λαγοκοιμόταν αυτός στην πολυθρόνα. Και τις δύο φορές, ξεγλίστρησε από τη δύσκολη θέση με μία δικαιολογία: είχε κάτι άλλο στο μυαλό της, δεν κοίταζε όταν κάθισε κάτω. Αλλά ο σύζυγος άρχισε να υποψιάζεται ότι εκείνη δεν τον αγαπούσε πια. Για να δοκιμάσει τη θεωρία του, αποφάσισε να κάνει κάτι δραστικό. Ξύρισε στην αριστερή πλευρά το μουστάκι του. Γύρισε στο σπίτι με μισό μουστάκι, σφίγγοντας στο χέρι ένα μπουκέτο από ανεμώνες. Η γυναίκα του τον ευχαρίστησε για τα λουλούδια και χαμογέλασε. Την αισθάνθηκε να ψηλαφεί στον αέρα καθώς προσπαθούσε να του δώσει ένα φιλί. Η Μάγια τιτλοφόρησε την ιστορία «Το μισό μουστάκι», και είπε στον Άβιαντ ότι όταν τη διάβασε δυνατά στο εργαστήριο, κάποιοι άνθρωποι είχαν κλάψει. Ο Άβιαντ είπε «Ουάου», και τη φίλησε στο μέτωπο. Εκείνη τη νύχτα, μάλωσαν για κάποιο ηλίθιο μικρό πράγμα. Είχε ξεχάσει να του μεταφέρει ένα μήνυμα ή κάτι τέτοιο, και αυτός της έβαλε τις φωνές. Εκείνος έφταιγε, και στο τέλος της ζήτησε συγγνώμη. «Είχα μια απαίσια μέρα στη δουλειά», είπε και χάιδεψε το πόδι της, προσπαθώντας να επανορθώσει για το ξέσπασμά του. «Με συγχωρείς;» Εκείνη τον συγχώρεσε.
Ο εισηγητής του εργαστηρίου είχε εκδόσει ένα μυθιστόρημα και μια συλλογή από μικρές ιστορίες. Κανένα από τα δύο δεν είχε μεγάλη επιτυχία, αλλά είχαν αποκομίσει μερικές καλές κριτικές. Τουλάχιστον, αυτό είπε στον Άβιαντ η πωλήτρια σ’ ένα βιβλιοπωλείο κοντά στο γραφείο του. Το μυθιστόρημα ήταν πολύ παχύ, 624 σελίδες. Ο Άβιαντ αγόρασε το βιβλίο με τις μικρές ιστορίες. Το κράτησε στο γραφείο του και προσπάθησε να το διαβάσει λίγο στα διαλείμματα για φαγητό. Κάθε ιστορία στη συλλογή λάμβανε χώρα σε μια διαφορετική ξένη χώρα. Ήταν ένα είδος τεχνάσματος. Η διαφήμιση του βιβλίου στο πίσω εξώφυλλο, έλεγε ότι ο συγγραφέας είχε δουλέψει για χρόνια σαν ξεναγός στην Κούβα και την Αφρική και ότι τα ταξίδια του είχαν επηρεάσει το γράψιμό του. Υπήρχε επίσης μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία του. Σ’ αυτήν, είχε εκείνο το αυτάρεσκο χαμόγελο κάποιου που αισθάνεται τυχερός να είναι αυτός που είναι. Ο συγγραφέας είχε πει στη Μάγια, είπε εκείνη στον Άβιαντ, ότι όταν θα τελείωνε το εργαστήριο θα έστελνε τις ιστορίες της στον εκδότη του. Και, μολονότι δε θα έπρεπε να το πολυελπίζει, οι εκδότες αυτές τις μέρες ήταν απεγνωσμένοι για νέα ταλέντα.
Η τρίτη ιστορία της ξεκινούσε περίεργα. Αφορούσε μια γυναίκα που γέννησε μια γάτα. Ο ήρωας της ιστορίας ήταν ο σύζυγος, που υποπτευόταν ότι η γάτα δεν ήταν δική του. Μια παχιά καφετιά γάτα, που κοιμόταν πάνω στο καπάκι του κάδου σκουπιδιών ακριβώς κάτω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας του ζευγαριού, έδινε στο σύζυγο ένα υπεροπτικό βλέμμα κάθε φορά που κατέβαινε κάτω να πετάξει τα σκουπίδια. Στο τέλος, έγινε μια βίαιη σύγκρουση ανάμεσα στο σύζυγο και τη γάτα. Ο σύζυγος πέταξε μια πέτρα στη γάτα, η οποία του αντεπιτέθηκε με δαγκωνιές και γρατζουνιές. Ο τραυματίας σύζυγος, η γυναίκα του και το γατάκι που εκείνη θήλαζε, πήγαν στην κλινική για το αναγκαίο σε αυτόν αντιλυσσικό εμβόλιο. Είχε γελοιοποιηθεί και πονούσε, αλλά προσπάθησε να μην κλάψει όση ώρα περίμεναν. Το γατάκι, νιώθοντας τον πόνο του, ξετύλιξε τον εαυτό του από την αγκαλιά της μητέρας του, πήγε πάνω του και του έγλειψε το πρόσωπο τρυφερά, προσφέροντας ένα παρηγορητικό «Μιάου». «Το άκουσες αυτό;», ρώτησε η μητέρα συγκινημένη. «Είπε ‘μπαμπά’.» Σ’ αυτό το σημείο, ο σύζυγος δεν μπορούσε πια να κρατήσει τα δάκρυά του. Και, όταν ο Άβιαντ διάβασε αυτό το κομμάτι, έπρεπε να προσπαθήσει σκληρά να μην κλάψει επίσης. Η Μάγια είπε ότι είχε αρχίσει να γράφει την ιστορία πριν ακόμα μάθει ότι ήταν έγκυος ξανά. «Δεν είναι περίεργο;», ρώτησε εκείνη, «πώς το μυαλό μου δεν το γνώριζε ακόμα, αλλά το υποσυνείδητό μου τό ’ξερε;»
Την επόμενη Τρίτη, όταν ο Άβιαντ επρόκειτο να την πάρει μετά το εργαστήριο, έφτασε μισή ώρα νωρίτερα, πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο πάρκινγκ και πήγε να τη βρει. Η Μάγια ξαφνιάστηκε που τον είδε στην τάξη, κι εκείνος επέμενε να τον συστήσει στο συγγραφέα. Ο συγγραφέας βρώμαγε λοσιόν σώματος. Έσφιξε το χέρι του Άβιαντ χαλαρά και του είπε ότι αν η Μάγια τον είχε επιλέξει για σύζυγο τότε πρέπει να ήταν ένα πολύ εξαίρετο άτομο.
Τρεις εβδομάδες αργότερα, ο Άβιαντ γράφτηκε σε μαθήματα δημιουργικής γραφής για αρχάριους. Δεν είπε τίποτα γ’ αυτό στη Μάγια, και για να είναι καλλυμμένος, είπε στη γραμματέα του ότι αν είχε καθόλου κλήσεις από το σπίτι να απαντάει ότι βρίσκεται σε μια σημαντική συνάντηση και δε γίνεται να τον ενοχλήσουν. Τα άλλα μέλη της τάξης ήταν κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες, που του έριχναν πονηρά βλέμματα. Η νεαρή αδύνατη εκπαιδεύτρια φορούσε ένα σκούφο και οι γυναίκες στην τάξη την κουτσομπόλευαν, λέγοντας ότι εκείνη ζούσε σε ένα συνοικισμό στις κατεχόμενες περιοχές και ότι είχε καρκίνο. Ζήτησε από όλους να κάνουν μια άσκηση στην αυτόματη γραφή. «Γράψτε οτιδήποτε έρθει στο μυαλό σας», είπε. «Μη σκέφτεστε, απλά γράψτε.» Ο Άβιαντ προσπάθησε να σταματήσει να σκέφτεται. Ήταν πολύ δύσκολο. Οι ηλικιωμένες γυναίκες γύρω του έγραφαν με νευρώδη ταχύτητα, σαν τους μαθητές που παραβγαίνουν να τελειώσουν το διαγώνισμα πριν ο δάσκαλος τους πεί να κατεβάσουν το στυλό, και μετά από λίγα λεπτά ξεκίνησε να γράφει κι αυτός επίσης.
Η ιστορία που έγραψε ήταν για ένα ψάρι που κολυμπούσε ευτυχισμένο στη θάλασσα, όταν μια κακιά μάγισσα το μεταμόρφωσε σε έναν άντρα. Το ψάρι δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη μεταμόρφωσή του και αποφάσισε να κυνηγήσει την κακιά μάγισσα και να την κάνει να τον επαναφέρει σε ψάρι. Από τη στιγμή που ήταν ένα ιδιαίτερα γρήγορο και τολμηρό ψάρι, κατάφερε να παντρευτεί ενόσω την κυνηγούσε, και ακόμη να ιδρύσει μια μικρή εταιρεία που εισήγαγε πλαστικά προϊόντα από την Άπω Ανατολή. Με τη βοήθεια της τεράστιας γνώσης που είχε κερδίσει σαν ψάρι, το οποίο είχε διασχίσει τις εφτά θάλασσες, η εταιρεία άρχισε να ακμάζει και ακόμη να γίνεται γνωστή. Εντωμεταξύ, η κακιά μάγισσα, που είχε λίγο κουραστεί μετά από τόσα χρόνια κακίας, αποφάσισε να βρει όλους τους ανθρώπους και τα πλάσματα που είχε μαγέψει, να τους απολογηθεί, και να τους αποκαταστήσει στη φυσική τους κατάσταση. Σε κάποιο σημείο, πήγε να δει ακόμη και το ψάρι που είχε μεταμορφώσει σε άντρα. Η γραμματέας του ψαριού της ζήτησε να περιμένει, μέχρι να τελειώσει αυτός μια δορυφορική συνάντηση με τους συνεταίρους του στην Ταϊβάν. Σ’ αυτή τη φάση της ζωής του, το ψάρι μετά βίας θυμόταν ότι ήταν στην πραγματικότητα ένα ψάρι, και η εταιρεία του τώρα ήλεγχε το μισό κόσμο. Η μάγισσα περίμενε για μερικές ώρες, αλλά όταν είδε ότι η συνάντηση δε θα τελείωνε σύντομα, ανέβηκε στη σκούπα της και πέταξε μακριά. Το ψάρι συνέχισε να τα πηγαίνει όλο και καλύτερα, μέχρι που μια μέρα, όταν ήταν πολύ γέρος, κοίταξε έξω από το παράθυρο ενός από τα δεκάδες τεράστια παραλιακά κτίρια που είχε αγοράσει σε μια έξυπνη κτηματομεσιτική συμφωνία, και είδε τη θάλασσα. Και ξαφνικά θυμήθηκε ότι αυτός ήταν ένα ψάρι. Ένα πολύ πλούσιο ψάρι που ήλεγχε πολλές θυγατρικές εταιρείες, τις οποίες αγόρασε στα χρηματιστήρια όλου του κόσμου, αλλά ωστόσο ένα ψάρι. Ένα ψάρι που, για χρόνια, δεν είχε γευτεί το αλάτι της θάλασσας.
Όταν η εκπαιδεύτρια είδε ότι ο Άβιαντ άφησε κάτω το στυλό του, του έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα. «Δεν έχω τέλος», ψιθύρισε εκείνος απολογητικά, κρατώντας τη φωνή του χαμηλά, έτσι ώστε να μην ενοχλήσει τις ηλικιωμένες κυρίες που ακόμη έγραφαν.

ΤΕΛΟΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΕΒΡΑΪΚΑ ΑΠΟ ΤΗ SONDRA SILVERSTON
PHOTOGRAPH: QUENTIN BERTOUX/AGENCE VU/AURORA