ΤΡΕΙΣ ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ

ΤΟ ΛΕΝΤΕΡΧΟΣΕΝ
ΤΟΥ ΧΑΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΑΛΦΡΕΝΤ ΜΠΙΡΝΜΠΑΟΥΜ
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΙΑ ΔΑΜΙΑΝΑΚΗ 

«Η μητέρα μου παράτησε τον πατέρα μου», μία φίλη της γυναίκας μου έλεγε μία μέρα, «μόνο και μόνο για ένα παντελονάκι.» Πρέπει να ρωτήσω. «Για ένα παντελονάκι;» 
«Ξέρω ότι ακούγεται παράξενο», λέει εκείνη, «γιατί πρόκειται για μία παράξενη ιστορία.» 
Είναι μία μεγαλόσωμη γυναίκα, το ύψος και η κορμοστασιά της είναι περίπου ίδια με τα δικά μου. Διδάσκει συνθεσάιζερ, αλλά τον περισσότερο από τον ελεύθερο της χρόνο μοιράζεται μεταξύ κολύμβησης και σκι και τένις, έτσι είναι κομψή και πάντα μαυρισμένη. Θα μπορούσες να την αποκαλέσεις φανατική των σπορ. Μία μέρα ρεπό; Ξεκινάει με ένα πρωινό τρέξιμο προτού να κατευθυνθεί στην τοπική πισίνα για να κάνει γύρους. Μετά κατά τις 2 ή 3 το μεσημέρι πάει για τένις, κι ακολουθεί η αεροβική. Τώρα, μου αρέσουν κι εμένα τα σπορ, αλλά δεν τη φτάνω με τίποτα.
Δε θέλω να υπονοήσω ότι είναι επιθετική ή μονομανής με τα πράγματα. Ακριβώς το αντίθετο, είναι πραγματικά αρκετά σεμνή. Δε θα φανταζόταν να ασκήσει συναισθηματική πίεση πάνω σε οποιονδήποτε. Μόνο καθοδηγείται. Το σώμα της –και πολύ πιθανό το πνεύμα που κατοικεί μέσα σ’ αυτό το σώμα- διψά για δυνατή άσκηση,  ακούραστη σαν κομήτης.
Γεγονός που μπορεί να εξηγεί το γιατί δεν έχει παντρευτεί. Αχ, είχε σχέσεις –η γυναίκα μπορεί να είναι λίγο βαρέων βαρών, αλλά είναι όμορφη- της είχαν κάνει και πρόταση γάμου, ακόμη είχε συμφωνήσει να πάρει το ρίσκο. Αλλά αναπόφευκτα, όποτε έφτανε το πράγμα στο στάδιο του γάμου, κάποιο πρόβλημα προέκυπτε και όλα πήγαιναν χαμένα.
Όπως λέει η γυναίκα μου, «Είναι απλά άτυχη.»
«Ναι μάλλον.» τη συμμερίζομαι.
Δεν είμαι απόλυτα σύμφωνος με τη γυναίκα μου σε αυτό. Στ’ αλήθεια, η τύχη μπορεί να κρίνει κάποια φάση της ζωής μας και να ρίξει πέπλα σκιάς ακόμα και πάνω στην ίδια την ύπαρξή μας, αλλά εκεί όπου υπάρχει η θέληση –πόσο μάλλον μία θέληση αρκετά δυνατή ώστε να κολυμπάει τριάντα γύρους ή να τρέχει 20 χιλιόμετρα- υπάρχει ο τρόπος να ξεπεράσεις σχεδόν όλα τα εμπόδια. Όχι, η καρδιά της ποτέ δεν ήταν έτοιμη να παντρευτεί, όπως το βλέπω εγώ. Ο γάμος απλά δεν πέφτει στην τροχιά του κομήτη της, τουλάχιστον όχι εντελώς.
Κι έτσι συνεχίζει να διδάσκει συνθεσάιζερ, αφιερώνοντας όλο τον ελεύθερο χρόνο στα σπορ, περνώντας συχνά μέσα από ατυχείς ερωτικές περιπέτειες.
Είναι ένα βροχερό κυριακάτικο απόγευμα και έχει έρθει δύο ώρες νωρίτερα από ότι την περιμέναμε, ενώ η γυναίκα μου λείπει ακόμη έξω στην αγορά.
«Συγχώρεσέ με», απολογείται. «Ανέβαλα το τένις λόγω βροχής, γεγονός που μου εξοικονόμησε δύο ώρες. Θα είχα βαρεθεί τη ζωή μου μόνη στο σπίτι, κι έτσι απλά σκέφτηκα... Διακόπτω κάτι;»
Όχι καθόλου, είπα. Δεν είχα ακριβώς την όρεξη να δουλέψω και απλά καθόμουν, με τη γάτα στην ποδιά μου, έβλεπα ένα βίντεο. Τη συνόδευσα μέσα, πήγα στην κουζίνα και έφτιαξα καφέ. Δύο φλιτζάνια, για να δούμε τα τελευταία είκοσι λεπτά από τα Σαγόνια. Φυσικά, και οι δύο είχαμε δει την ταινία ξανά –πιθανότατα περισσότερο από μία φορά, έτσι κανείς μας δεν ήταν ιδιαίτερα προσηλωμένος στην τηλεόραση. Αλλά την παρακολουθούμε ούτως ή άλλως γιατί βρίσκεται εκεί μπροστά στα μάτια μας.
Ήρθε το ΤΕΛΟΣ. Οι τίτλοι πέφτουν. Άφαντη η γυναίκα μου. Έτσι συζητάμε για λίγο. Καρχαρίες, ακτές, κολύμπι... ακόμα άφαντη η γυναίκα μου. Συνεχίζουμε να μιλάμε. Τώρα, υποθέτω ότι συμπαθώ αυτή τη γυναίκα αρκετά, αλλά μετά από μία ώρα η έλλειψη κοινών ενδιαφερόντων γίνεται φανερή. Η πραγματικότητα είναι ότι είναι φίλη της γυναίκας μου, όχι δική μου.
Ήδη σκέφτομαι να παίξω το επόμενο βίντεο, όταν ξαφνικά αναφέρει την ιστορία του διαζυγίου των γονιών της. Δεν μπορώ να φανταστώ τη σύνδεση –τουλάχιστον στο μυαλό μου, δε συνδέεται η κολύμβηση με το χωρισμό των γονιών της- αλλά μαντεύω υπάρχει λόγος γι’ αυτήν.
«Δεν ήταν ακριβώς ένα παντελονάκι», λέει. «Ήταν ένα λεντερχόσεν.»
«Εννοείς εκείνα τα ορειβατικά παντελονάκια που φοράνε οι Γερμανοί; Αυτά με τις τιράντες;»
«Το πέτυχες. Ο πατέρας ήθελε ένα Λεντερχόσεν για ενθύμιο. Εντάξει, ο πατέρας είναι πολύ ψηλός για τη γενιά του. Μπορεί και να του πήγαιναν, πράγμα που μπορούσε να εξηγεί γιατί το ήθελε. Αλλά μπορείς να φανταστείς έναν Γιαπωνέζο να φοράει ένα Λεντερχόσεν; Υποθέτω ότι θέλει μεγάλη προσπάθεια.»
Ακόμα δεν πιάνω καθόλου την ιστορία. Πρέπει να ρωτήσω: Ποιοι ήταν οι όροι πίσω από την επιθυμία του πατέρα της –και από ποιον- γι’ αυτό το αναμνηστικό Λεντερχόσεν;
«Αχ, με συγχωρείς. Πάντα λέω τα πράγματα χωρίς σειρά. Σταμάτα με αν δε βγάζεις νόημα», απαντάει.
«Εντάξει», λέω.
«Η αδερφή της μητέρας ζούσε στη Γερμανία και κάλεσε τη μάνα για μία επίσκεψη. Κάτι που πάντα σκόπευε να κάνει. Φυσικά, η μητέρα δεν μπορεί να μιλήσει γερμανικά, δεν είχε πάει καν ποτέ στο εξωτερικό, αλλά με το να είναι δασκάλα αγγλικών για τόσο καιρό είχε από μικρή αυτό το απωθημένο. Είχαν περάσει αιώνες από τότε που είχε να δει την αδερφή της. Έτσι η μητέρα πλησίασε τον πατέρα –τι θα έλεγες να παίρναμε δέκα μέρες άδεια και να πηγαίναμε στη Γερμανία, οι δυο μας; Η δουλειά του πατέρα δε θα τον άφηνε, και η μητέρα κατέληξε να πάει μόνη της.»
«Τότε ζήτησε ο πατέρας σου το λεντερχόσεν, έτσι δεν είναι;»
«Σωστά», λέει. «Η μητέρα τον ρώτησε τι ήθελε να του φέρει πίσω, και ο πατέρας είπε ένα λεντερχόσεν.»
«Εντάξει μέχρι τώρα.»
Οι γονείς της ήταν λογικά δεμένοι. Δε μαλώνανε όλη νύχτα, ο πατέρας της δεν έφευγε ωρυόμενος από το σπίτι και δε γύριζε παρά μετά από μέρες. Τουλάχιστον όχι τότε, αν και προφανώς είχαν γίνει καυγάδες πεισσότερες από μία φορές γύρω από αυτόν και άλλες γυναίκες.
Δεν ήταν κακός άνθρωπος, ήταν εργατικός, αλλά λίγο γυναικάς, το πετάει έτσι απλά. Σα να μην την αφορά, από τον τρόπο που μιλάει. Για μια στιγμή φτάνω στη σκέψη ότι ο πατέρας της έχει πεθάνει. Αλλά όχι, μου έχουν πει ότι είναι ζωντανός και είναι καλά.
Ο πατέρας της ήταν πια προχωρημένης ηλικίας και εκείνη την εποχή αυτοί οι μπελάδες ανήκαν πια στο παρελθόν. Φαίνονταν να τα πηγαίνουν αρκετά καλά.
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν προχώρησαν όπως αναμενόταν. Η μητέρα της παρέτεινε τις δέκα μέρες στη Γερμανία κοντά στον ενάμιση μήνα, χωρίς σημείο ζωής πίσω στο Τόκυο, και όταν επιτέλους επέστρεψε στην Ιαπωνία, έμεινε με μία άλλη αδερφή της στην Οσάκα. Ποτέ δε γύρισε στο σπίτι.
Ούτε εκείνη –η κόρη- ούτε ο πατέρας μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Μέχρι τότε, όταν υπήρχαν ενδοσυζυγικές δυσκολίες, η μάνα της ήταν πάντα εκείνη που είχε την υπομονή –τόσο επίπονα υπομονετική πραγματικά που κάποιες φορές αναρωτιόταν αν η γυναίκα είχε καθόλου φαντασία, η οικογένεια ερχόταν πάντα πρώτη και η μητέρα ήταν ανιδιοτελώς αφοσιωμένη στην κόρη της. Έτσι όταν η μητέρα της δε γύρισε, δεν έκανε καν την προσπάθεια να τους τηλεφωνήσει, ήταν ακατανόητο για αυτούς. έκαναν τηλεφωνήματα στο σπίτι της θείας στην Οσάκα, επανειλημμένως, αλλά με το ζόρι την έφερναν στο ακουστικό, πόσο μάλλον να ομολογήσει ποιες ήταν οι προθέσεις της.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, δύο μήνες αφού επέστρεψε στην Ιαπωνία, η μητέρα της γνωστοποίησε τις προθέσεις της. Μια μέρα, εντελώς αναπάντεχα, κάλεσε στο σπίτι και είπε στον άντρα της, «Θα παραλάβεις τα απαραίτητα χαρτιά για το διαζύγιο. Σε παρακαλώ υπόγραψε, σφράγισε και στείλε τα πίσω σε μένα.» Θα μπορούσε να του εξηγήσει, ρώτησε ο άντρας της, ποιος ήταν ο λόγος; «Έχασα κάθε αγάπη για σένα –με κάθε τρόπο, σχήμα ή μορφή.» «Όου», είπε ο πατέρας της. «Δεν υπάρχει περιθώριο για συζήτηση;» «Λυπάμαι, κανένα, απολύτως κανένα.»
«Ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία», μου λέει. «Αλλά δεν ήταν μόνο το διαζύγιο. Είχα φανταστεί τους γονείς μου να χωρίζουν πολλές φορές, επομένως ήμουν ήδη προετοιμασμένη για αυτό ψυχολογικά. Αν αυτοί οι δύο είχαν απλά χωρίσει χωρίς όλη αυτή την περίεργη υπόθεση, δε θα είχα ταραχτεί τόσο πολύ. Το πρόβλημα δεν ήταν στο ότι η μητέρα παρατούσε τον πατέρα, η μητέρα εγκατέλειπε εμένα επίσης. Αυτό με πονάει.»
Ένευσα με το κεφάλι.
«Μέχρι εκείνο το σημείο, έπαιρνα το μέρος της μητέρας και η  μάνα πάντα μου παραστεκόταν. Και όμως ήταν η μητέρα που με πέταξε έξω με τον πατέρα, σαν σκουπίδια, και χωρίς καμία εξήγηση. Με πείραξε τόσο πολύ, δεν μπορούσα να συγχωρήσω τη μητέρα για πάρα πολύ καιρό. Της έγραψα ποιος ξέρει πόσα γράμματα ζητώντας της να αποκαταστήσει τα πράγματα, αλλά ποτέ δεν απάντησε στις ερωτήσεις μου, ούτε καν είπε ποτέ ότι θα ήθελε να με δει.
Δεν ήταν παρά μόνο τρία χρόνια αργότερα που είδε πράγματι τη μητέρα της. Σε μία οικογενειακή κηδεία, από όλα τα μέρη. Τότε, η κόρη ζούσε μόνη της –είχε μετακομίσει στο δεύτερο έτος της φοίτησής της στο κολέγιο, όταν χώρισαν οι γονείς της –και τώρα είχε αποφοιτήσει και δίδασκε συνθεσάιζερ. Εντωμεταξύ, η μητέρα της δίδασκε αγγλικά σε ένα προπαρασκευαστικό σχολείο.
Η μητέρα της ομολόγησε ότι δεν ήταν σε θέση να μιλήσει στην ίδια της την κόρη επειδή δεν ήξερε τι να πει. «Εγώ η ίδια δεν μπορούσα να πω πού πήγαιναν τα πράγματα», είπε η μητέρα, «αλλά όλα άρχισαν από αυτό το κοντό παντελονάκι.»
«Το κοντό παντελονάκι;» ήταν τόσο έκπληκτη όσο κι εγώ. Δεν ήθελε να ξαναμιλήσει ποτέ στη μητέρα της, αλλά η περιέργεια την κέρδισε. Μες στα μαύρα λόγω πένθους, μάνα και κόρη μπήκαν σε ένα καφέ εκεί κοντά και παράγγειλαν παγωμένο τσάι. Είχε την ανάγκη να ακούσει αυτή τη –συγγνώμη για την έκφραση- μικρή ιστορία.
Το μαγαζί που πούλαγε τα λεντερχόσεν βρισκόταν σε μια μικρή πόλη μία ώρα μακριά με το τρένο από το Αμβούργο. Η αδερφή της μάνας της το αναζήτησε για αυτήν.
Όλοι οι Γερμανοί που γνωρίζω λένε ότι αν πρόκειται να αγοράσεις ένα λεντερχόσεν, αυτό είναι το κατάλληλο μέρος. Η δεξιοτεχνία είναι καλή, και οι τιμές δεν είναι τόσο υψηλές, είπε η αδερφή της.
Έτσι η μητέρα ανέβηκε στο τρένο για να αγοράσει στον άντρα της το αναμνηστικό λεντερχόσεν. Στην ίδια καμπίνα του τρένου καθόταν ένα μεσήλικο ζευγάρι Γερμανών, που συνδιαλεγόταν μαζί της σε σπαστά αγγλικά. «Πηγαίνω τώρα να αγοράσω ένα λεντερχόσεν για ενθύμιο, είπε η μητέρα. «Σε τι μαγκαζί πάει;» ρώτησε το ζευγάρι. Η μητέρα είπε το όνομα του μαγαζιού, και το μεσήλικο ζευγάρι των Γερμανών είπαν με μια φωνή, «Ατό είναι ντο μέρος, για. Είναι ντο γκαλύντερο.» Ακούγοντας αυτό, η μητέρα ένιωσε πολύ σίγουρη.
Ήταν ένα ευχάριστο απόγευμα του πρώιμου καλοκαιριού και μια αλλόκοτη παλιομοδίτικη πόλη. Λιθόστρωτοι δρόμοι οδηγούσαν σε όλες τις κατευθύνσεις, και υπήρχαν παντού γάτες. Η μητέρα μπήκε μέσα σε μια καφετέρια για ένα τοστ και έναν καφέ.
Ήταν πάνω στην τελευταία γουλιά του καφέ και ενώ έπαιζε με τη γάτα του μαγαζιού, όταν ο ιδιοκτήτης ήρθε κοντά της για να ρωτήσει τι την έφερε στη μικρή τους πόλη. Εκείνη απάντησε ένα λεντερχόσεν, οπότε ο ιδιοκτήτης τράβηξε έξω ένα σημειωματάριο και σχεδίασε ένα χάρτη για το μαγαζί.
«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ,» είπε η μητέρα.
Πόσο θαυμάσιο ήταν να ταξιδεύει κανείς μόνος του, σκέφτηκε καθώς περπατούσε κατά μήκος του λιθόστρωτου. Στην πραγματικότητα αυτή ήταν η πρώτη φορά στα 55 της χρόνια που είχε ταξιδέψει μόνη της. Καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού, δεν είχε νιώσει στιγμή μοναξιά ή φόβο ή ανία. Κάθε εικόνα που συναντούσε το μάτι της ήταν φρέσκια και καινούρια. Κάθε ένας που συναντούσε ήταν φιλικός. Κάθε εμπειρία ξύπναγε συναισθήματα που κοιμούνταν θαμμένα μέσα της, ανέπαφα και σε αχρησία. Ότι είχε κρατήσει κοντά της και με αγάπη μέχρι τότε  -σύζυγο και σπίτι και κόρη- ήταν στην άλλη πλευρά της γης. Δεν ένιωθε καμία ανάγκη να ανησυχήσει τον εαυτό της για αυτά.
Βρήκε το μαγαζί με τα λεντερχόσεν χωρίς δυσκολία. Ήταν ένα μικρό παλιό συντεχνιακό μαγαζί. Δεν είχε μεγάλη φωτεινή ρεκλάμα για τους τουρίστες, αλλά μέσα μπορούσε να δει ντάνες τα λεντερχόσεν.
Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.
Δύο ηλικιωμένοι άντρες δούλευαν στο μαγαζί. Μιλούσαν ψιθυριστά καθώς έπαιρναν τα μέτρα και τα προχειροέγραφαν σε ένα σημειωματάριο. Πίσω από μία κουρτίνα υπήρχε ένας μεγαλύτερος χώρος εργασίας, ακουγόταν ο μονότονος ήχος των ραπτομηχανών.
«Θα μπορούσα να σας βοηθήσω κυρία μου;» ο μεγαλύτερος από τους δύο γέρους άντρες απευθύνθηκε στα γερμανικά στη μημτέρα.
«Θέλω να αγοράσω ένα λεντερχόσεν,» απάντησε εκείνη στα αγγλικά.
«Για κυρία;» ρώτησε πίσω.
«Όχι, το αγοράζω για τον άντρα μου στην Ιαπωνία.»
«Α έτσι,» είπε ο ηλικιωμένος άντρας, «γκια τον άντρα σας. Τότε ατός ντεν είναι εντώ μαζί σας.»
«Όχι, ήδη το είπα, είναι στην Ιαπωνία,» απάντησε.
«Ατό κάνει πρόμπλημα.» Ο ηλικιωμένος επέλεξε τις λέξεις του προσεχτικά . «Εμείς ντεν κάνουμε παραγγελία γκια πελάτη που ντεν υπάρχει.»
«Ο άντρας μου υπάρχει,» είπε η μητέρα με αυτοπεποίθηση.
«Για, για, ο άντρας σας υπάρχει φυσικά, φυσικά,» απάντησε ο ηλικιωμένος βιαστικά. «Συγχωρέστε τα όχι καλά αγγλικά μου. Ατό που θέλω να πω, αν ο άντρας σας ντεν υπάρχει εντώ, εμείς ντεν μπορούμε να πουλήσουμε ντο λεντερχόσεν.»
«Γιατί;» ρώτησε η μητέρα, αμήχανη.
«Είναι πολιτική μαγκαζιού. Είναι ντική μας αρχή. Εμείς πρέπει να ντούμε το λεντερχόσεν πώς κάνει στον πελάτη, εμείς αλλάζουμε πολύ ωραία, μόνο ντότε εμείς πουλάμε. Πάνω από εκατό χρόνια είμαστε επιχείρηση, εμείς χτίζουμε φήμη πάνω σε ατή την πολιτική.»
«Αλλά έχασα μισή μέρα για να έρθω από το Αμβούργο για να αγοράσω το λεντερχόσεν σας.»
«Πολύ λυπάμαι, κυρία,» είπε ο ηλικιωμένος άντρας, δείχνοντας πραγματικά πολύ λυπημένος. «Εμείς κάνουμε καμιά εξαίρεση. Ατός ο κόσμος είναι πολύ αβέβαιος κόσμος. Η εμπιστοσύνη είναι ντύσκολο πράγκμα να κερντίσεις αλλά εύκολο πράγκμα να χάσεις.»
Η μητέρα αναστέναξε και στάθηκε στην εξώπορτα. Τέντωσε το μυαλό της για να σπάσει το αδιέξοδο με κάποιο τρόπο.
Ο μεγαλόσωμος ηλικιωμένος άντρας εξήγησε την κατάσταση στον μικρότερο, ο οποίος έγνεψε λυπημένα, για, για. Παρά τη μεγάλη τους διαφορά ως προς το μέγεθος, οι δύο ηλικιωμένοι άντρες είχαν παρόμοιες εκφράσεις.
«Λοιπόν, ίσως, μπορούμε να κάνουμε αυτό;» πρότεινε η μητέρα. «Θα βρω έναν άντρα ακριβώς στο μέγεθος του άντρα μου και θα τον φέρω εδώ. Αυτός ο άντρας θα δοκιμάσει το λεντερχόσεν, θα του το προσαρμόσετε, θα το πουλήσετε σ’ εμένα.»
Ο πρώτος ηλικιωμένος άντρας την κοίταξε κατάματα, έντρομος.
«Αλλά, κυρία, ατό είναι ενάντια κανόνα. Ντεν είναι ίντιο άντρα  που ντοκιμάζει το λεντερχόσεν, ο άντρας σου. Και εμείς ξέρουμε ατό. Εμείς ντεν μπορούμε να κάνουμε ατό.»
«Προσποιηθείτε ότι δεν το ξέρετε. Πουλάτε το λεντερχόσεν σ’ αυτόν τον άντρα και αυτός πουλάει το λεντερχόσεν σ’ εμένα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν υπάρχει παρέκβαση στην πολιτική σας. Σας παρακαλώ, σας ικετεύω. Μπορεί να μην έρθω ποτέ ξανά πίσω στη Γερμανία. Αν δεν αγοράσω το λεντερχόσεν τώρα, δε θα το αγοράσω ποτέ.»
«Χμμ,» ο ηλικιωμένος άντρας σκυθρώπιασε. Σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα, μετά γύρισε στον άλλο άντρα και του μίλησε στα γερμανικά. Έφεραν λόγο αντίλογο πολλές φορές και τελικά, ο μεγαλόσωμος άντρας γύρισε στη μητέρα και είπε, «Πολύ καλά, κυρία. Σαν εξαίρεση –πολλή εξαίρεση, παρακαλώ καταλάβετε- εμείς ντε ξέρουμε τίποτα από ατό ντο τέμα. Όχι τόσοι πολλοί έρχονται από Ιαπωνία να αγκοράσουν λεντερχόσεν. Παρακαλώ βρείτε άντρα σαν τον σύζυγο. Ο αντερφός μου λέει ατό.»
«Σας ευχαριστώ,» είπε εκείνη. Μετά κατάφερε να ευχαριστήσει τον άλλο αδερφό σα γερμανικά, «Αυτό είναι τόσο ευγενικό εκ μέρους σας.» Αυτή –η κόρη που λέει σ’ εμένα την ιστορία- δένει τα χέρια της πάνω στο τραπέζι και αναστενάζει. Πίνω την τελευταία γουλιά καφέ, είναι από ώρα κρύος. Η βροχή συνεχίζει να πέφτει. Ακόμα να φανεί η σύζυγος. Ποιος θα σκεφτόταν ποτέ ότι η συζήτηση θα έπαιρνε αυτή την τροπή;
«Και μετά,» παρενέβηκα, ανυπόμονος να ακούσω την κατάληξη. «Κατάφερε η μητέρα σου να βρει κάποιον με τον ίδιο σωματότυπο με τον πατέρα σου;»
«Ναι,» μου λέει εκείνη, παντελώς ανέκφραστη. «Η μητέρα κάθισε σ’ ένα παγκάκι ψάχνοντας για κάποιον που να ταιριάζει στο μέγεθος του πατέρα. Και πέρασε από μπροστά της ένας άντρας που ταίριαζε για το ρόλο. Χωρίς να ζητήσει την άδειά του –απ’ ό’τι φαίνεται ο άντρας δε μίλαγε λέξη αγγλικά- τον έσυρε μέσα στο μαγαζί.
«Κοντά τα χέρια,» αστειεύτηκα.
«Δεν ξέρω. Στο σπίτι η μητέρα ήταν πάντα μία φυσιολογική λογική γυναίκα,» λέει μ’ άλλον έναν αναστεναγμό. «Οι μαγαζάτορες εξήγησαν την κατάσταση στον άντρα και αυτός ευχαρίστως συγκατένευσε να προβάρει για τον πατέρα. Φοράει το λεντερχόσεν  και τραβάνε από δω πιάνουν από κει, οι τρεις τους καγχάζουν στα γερμανικά. Σε τριάντα λεπτά η δουλειά είχε γίνει, στη διάρκεια των οποίων η μητέρα πήρε την απόφαση να χωρίσει τον πατέρα.»
«Περίμενε,» λέω, «δεν καταλαβαίνω. Συνέβη κάτι κατά τη διάρκεια αυτών των τριάντα λεπτών;»
«Τίποτα απολύτως. Μόνο εκείνοι οι τρεις Γερμανοί που χαχανίζανε σα χάνοι.»
«Αλλά τι έκανε τη μητέρα σου να το κάνει αυτό;»
«Αυτό είναι κάτι που ακόμα και η ίδια η μητέρα δεν κατάλαβε μετά από τόσο καιρό. Την έκανε αμυντική και συγχυσμένη. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι βλέποντας αυτόν τον άντρα με το λεντερχόσεν, ένιωσε μια αβάσταχτη απέχθεια να φουντώνει μέσα της. Κατευθυνόμενη προς τον πατέρα. Και δεν μπορούσε να την ελέγξει. Ο άντρας με το λεντερχόσεν που βρήκε η μητέρα, εκτός από το χρώμα του δέρματός του, ήταν ακριβώς όπως ο πατέρας, το σχήμα των ποδιών, η κοιλιά, τα λιγοστά μαλλιά. Ο τρόπος που ήταν τόσο χαρούμενος δοκιμάζοντας εκείνα τα καινούρια λεντερχόσεν, όλος περηφάνια και έπαρση σαν ένα μικρό παιδί. Καθώς η μητέρα στεκόταν εκεί και κοίταζε αυτόν τον άντρα, τόσα πολλά πράγματα για τα οποία ήταν αβέβαιη σιγά-σιγά μορφώθηκαν όλα μαζί σε κάτι πολύ ξεκάθαρο. Τότε ακριβώς συνειδητοποίησε ότι μισούσε τον πατέρα.»
Η γυναίκα μου επιστρέφει στο σπίτι από τα μαγαζιά, και οι δυο τους αρχίζουν τη γυναικεία κουβέντα τους, αλλά εγώ σκέφτομαι ακόμα το λεντερχόσεν.
«Επομένως, δε μισείς τη μητέρα σου πια;» ρωτάω όταν η γυναίκα μου φεύγει από το δωμάτιο.
«Όχι, πραγματικά όχι. Δεν είμαστε καθόλου κοντά η μια στην άλλη, αλλά δεν της κρατάω καμία κακία.»
«Επειδή σου είπε για το λεντερχόσεν;»
«Έτσι νομίζω. Αφού μου εξήγησε πώς έχουν τα πράγματα, δεν μπορούσα να συνεχίσω να τη μισώ. Δεν μπορώ να πω γιατί αυτό κάνει τη διαφορά, σίγουρα δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, αλλά ίσως να έχει σχέση με το ότι είμαστε κι οι δύο γυναίκες.»
«Και πάλι, αν αφήσεις έξω απ’ τη συζήτηση το λεντερχόσεν, υποθέτοντας ότι ήταν απλά η ιστορία μιας γυναίκας που έφυγε για ένα ταξίδι και βρήκε τον εαυτό της, θα ήσουν σε θέση να τη συγχωρέσεις;»
«Φυσικά και όχι,» λέει χωρίς δισταγμό. «Το όλο ζήτημα είναι το λεντερχόσεν, σωστά;»
Ένα αυθεντικό παντελονάκι λεντερχόσεν, σκέφτομαι, που ο πατέρας της ούτε καν παρέλαβε ποτέ. 
ΤΕΛΟΣ

ΣΥΝΑΝΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΑ ΤΕΛΕΙΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΑΠΡΙΛΙΑΤΙΚΟ ΠΡΩΙΝΟ
ΤΟΥ ΧΑΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΤΖΕΙ ΡΟΥΜΠΙΝ
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΙΑ ΔΑΜΙΑΝΑΚΗ

Ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό, σε ένα στενό παράδρομο στη μοδάτη συνοικία Χαραζούκου του Τόκυο, συνάντησα το απόλυτα τέλειο κορίτσι.


Να σου πω την αλήθεια, δεν είναι και τόσο ωραία. Δεν ξεχωρίζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Τα ρούχα της δεν έχουν τίποτα το ιδιαίτερο. Τα μαλλιά της είναι ακόμα ανακατεμένα από τον ύπνο. Ούτε και είναι νέα –πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα, καμία σχέση με «κορίτσι» για να πούμε την αλήθεια. Ωστόσο, το ξέρω από 50 γυάρδες μακριά: Αυτή είναι το απόλυτα τέλειο κορίτσι για μένα. Κάθε φορά που τη βλέπω, βράζει μέσα μου βαθιά το στήθος, και το στόμα μου στεγνώνει σαν έρημος.
Μπορεί να έχεις το δικό σου ιδιαίτερα προσφιλή τύπο κοριτσιού –ένα με λεπτούς αστραγάλους ας πούμε, ή μεγάλα μάτια, ή χαρισματικά δάχτυλα, ή σε ελκύουν χωρίς κανένα καλό λόγο κορίτσια που πάνε με το πάσο τους σε κάθε γεύμα. Έχω τις δικές μου προτιμήσεις, φυσικά. Μερικές φορές σε ένα εστιατόριο, πιάνω τον εαυτό μου να χαζεύει το κορίτσι στο απέναντι τραπέζι γιατί μου αρέσει το σχήμα της μύτης της.
Αλλά κανείς δεν μπορεί να επιμείνει ότι το απόλυτα τέλειο κορίτσι ανταποκρίνεται σε κάποιο προαποφασισμένο τύπο. Αν και μου αρέσουν οι μύτες, δεν μπορώ να θυμηθώ το σχήμα της δικής της –ή ακόμα κι αν είχε μύτη. Το μόνο που θυμάμαι στα σίγουρα είναι ότι δεν ήταν πολύ όμορφη. Είναι παράξενο.
«Χτες στο δρόμο συνάντησα το τέλειο κορίτσι», είπα σε κάποιον.
«Ναι;», απαντάει. «Ωραία;»
«Δε θα το ‘λεγα.»
«Ο αγαπημένος σου τύπος, τότε;»
«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα γι’ αυτήν –το σχήμα των ματιών της ή το μέγεθος του στήθους της.»
«Περίεργο.»
«Ναι. Περίεργο.»
«Επομένως», λέει ήδη βαριεστημένος, «τι έκανες; Της μίλησες; Την ακολούθησες;»
«Μπα. Απλά την προσπέρασα.»
Περπατάει από τα ανατολικά προς τα δυτικά, κι εγώ πήγα προς τα ανατολικά. Είναι πραγματικά ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό.
Μακάρι να μπορούσα να της μιλήσω. Μισή ώρα θα ήταν αρκετή: Απλά θα τη ρωτούσα για τον εαυτό της, θα της έλεγα για μένα, και –αυτό που θα ήθελα πραγματικά να κάνω- θα της εξηγούσα τα παιχνίδια της μοίρας που οδήγησαν στο συναπάντημά μας σε ένα παράδρομο στο Χαραζούκου ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό του 1981. Αυτό σίγουρα θα φούσκωνε με ζεστές αναμνήσεις, όπως το αρχαίο ρολόι που φτιάχτηκε όταν η ηρεμία κατέκλυσε τον κόσμο μετά τη δημιουργία.
Αφού θα μιλούσαμε, θα γευματίζαμε κάπου, μπορεί να βλέπαμε μια ταινία του Γούντι Άλεν, ή θα σταματούσαμε σε ένα μπαρ ξενοδοχείου για ένα κοκτέιλ. Με λίγη τύχη, μπορεί να καταλήγαμε και στο κρεβάτι.
Η πιθανότητα χτυπάει την πόρτα της καρδιάς μου.
Τώρα η απόσταση μεταξύ μας έχει μικρύνει στις 15 γυάρδες.
Πώς μπορώ να την πλησιάσω; Τι θα έπρεπε να πω;
«Καλημέρα, δεσποινίς. Πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να μου χαρίσετε μισή ώρα από το χρόνο σας για μια μικρή συζήτηση;»
Γελοίο. Θα ακουγόμουν σαν πωλητής ασφαλειών.
«Με συγχωρείτε, αλλά μήπως γνωρίζετε αν υπάρχει εφημερεύον καθαριστήριο στη γειτονιά;»
Όχι, αυτό ακούγεται το ίδιο γελοίο. Καταρχάς, δεν κουβαλάω μαζί μου ρούχα για πλύσιμο. Ποιος θα πιστέψει μια τέτοια ατάκα;
Ίσως η απλή αλήθεια να πιάσει. «Καλημέρα. Είσαι το απόλυτα τέλειο κορίτσι για μένα.»
Όχι, δε θα το πίστευε. Ή ακόμα κι αν το έκανε, μάλλον δε θα ήθελε να μου μιλήσει. Λυπάμαι, θα έλεγε, μπορεί να είμαι το απόλυτα τέλειο κορίτσι για σένα, αλλά δεν είσαι το απόλυτα τέλειο αγόρι για μένα. Θα μπορούσε να συμβεί. Και αν έβρισκα τον εαυτό μου σε μια τέτοια κατάσταση, το πιθανότερο θα γινόμουν ένα ράκος. Ποτέ δε θα συνερχόμουν απ’ το σοκ. Είμαι τριάντα δύο, και αυτά συνεπάγεται η ενηλικίωση.
Περνάμε μπροστά από ένα ανθοπωλείο. Μία μικρή, ζεστή μάζα αέρα χαϊδεύει το δέρμα μου. Η άσφαλτος είναι υγρή και με μεθά το άρωμα των τριαντάφυλλων. Δεν μπορώ να καταφέρω τον εαυτό μου να της μιλήσω. Φοράει ένα άσπρο πουλόβερ και στο δεξί της χέρι κρατάει ένα εύθραυστο λευκό φάκελο που του λείπει μόνο το γραμματόσημο. Επομένως:  Έχει γράψει σε κάποιον ένα γράμμα. Μπορεί να πέρασε όλη τη νύχτα γράφοντάς το, κρίνοντας από το νυσταγμένο βλέμμα στα μάτια της. Ο φάκελος μπορεί να περιέχει όλα τα μυστικά που είχε ποτέ.
Κάνω μερικά βήματα ακόμη και γυρίζω: Έχει χαθεί στο πλήθος.
Τώρα, φυσικά, ξέρω ακριβώς τι θα έπρεπε να της είχα πει. Θα ήταν ένας μακρόσυρτος λόγος, ωστόσο πολύ πιο μακρύς για μένα ώστε να τον αποδώσω σωστά. Οι ιδέες που μου έρχονται ποτέ δεν είναι πολύ πρακτικές.
Εντάξει, λοιπόν. Θα άρχιζε «Μια φορά κι έναν καιρό» και θα τελείωνε «Λυπηρή ιστορία, δε νομίζεις;»
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Το αγόρι ήταν δεκαοχτώ και το κορίτσι δεκαέξι. Εκείνος δεν ήταν ασυνήθιστα όμορφος, κι εκείνη δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Ήταν απλά ένα συνηθισμένο μοναχικό αγόρι και ένα συνηθισμένο μοναχικό κορίτσι, όπως όλοι οι άλλοι. Αλλά πίστευαν με όλη τους την καρδιά ότι κάπου στον κόσμο ζούσαν το απόλυτα τέλειο αγόρι και το απόλυτα τέλειο κορίτσι για αυτούς. Ναι, πίστευαν σε ένα θαύμα. Και αυτό το θαύμα έγινε πραγματικά.
Μία μέρα έπεσε ο ένας πάνω στον άλλο στη γωνία ενός δρόμου.
«Αυτό είναι απίστευτο», είπε εκείνος. «Σε γύρευα όλη μου τη ζωή. Μπορεί να μην το πιστέψεις αυτό, αλλά είσαι το απόλυτα τέλειο κορίτσι για μένα.»
«Κι εσύ,» είπε σε κείνον, «είσαι το απόλυτα τέλειο αγόρι για μένα, ακριβώς όπως σε φανταζόμουν με κάθε λεπτομέρεια. Είναι σαν όνειρο.»
Κάθισαν σε ένα παγκάκι, κρατιόνταν χέρι με χέρι, και έλεγε ο ένας στον άλλο την ιστορία του με τις ώρες. Δεν ένιωθαν πια μόνοι. Είχαν ανακαλύψει και είχαν ανακαλυφθεί από το απόλυτα τέλειο ταίρι τους. Τι θαυμάσιο πράγμα που είναι να ανακαλύπτεις και να ανακαλύπτεσαι από το απόλυτα τέλειο ταίρι σου. Είναι ένα θαύμα, ένα εγκόσμιο θαύμα.
Καθώς καθόντουσαν και μιλούσαν, όμως, μια μικρή - μικρή ασημένια αμφιβολία ρίζωσε στην καρδιά τους: ήταν πραγματικά σωστό, όμως, τα όνειρα ενός να γίνουν πραγματικότητα τόσο εύκολα;
Κι έτσι, σε μία στιγμιαία παύση της κουβέντας τους,  το αγόρι είπε στο κορίτσι, «Ας δοκιμάσουμε τους εαυτούς μας – μόνο για μια φορά. Αν πραγματικά είμαστε το απόλυτα τέλειο ταίρι ο ένας για τον άλλον, τότε κάποια στιγμή, κάπου, θα συναντηθούμε ξανά χωρίς αμφιβολία. Και όταν συμβεί αυτό, και γνωρίζουμε ότι εμείς είμαστε το απόλυτα τέλειο ζευγάρι, θα παντρευτούμε την ίδια στιγμή σε κείνο το σημείο. Τι νομίζεις;»
«Ναι,» είπε εκείνη, «αυτό είναι ακριβώς αυτό που θα ‘πρεπε να κάνουμε.»
Κι έτσι χώρισαν, εκείνη προχώρησε προς την ανατολή και κείνος προς τη δύση.
Η δοκιμασία για την οποία είχαν συμφωνήσει, ωστόσο, ήταν παντελώς ανούσια. Δεν έπρεπε ποτέ να την αποφασίσουν, επειδή πραγματικά και αληθινά ήταν το απόλυτα τέλειο ζευγάρι για τον καθένα, και ήταν θαύμα μόνο και μόνο το ότι συναντήθηκαν. Αλλά ήταν αδύνατο γι’ αυτούς να το γνωρίζουν, έτσι νέοι που ήταν. Τα κρύα, αδιάφορα κύματα της μοίρας θα συνέχιζαν να τους παιδεύουν χωρίς έλεος.
Ένα χειμώνα, και οι δύο, και το αγόρι και το κορίτσι αρρώστησαν από μία τρομερή εποχιακή γρίπη, και αφού γυρνούσαν για εβδομάδες μεταξύ ζωής και θανάτου έχασαν όλη την πρότερη μνήμη τους από τα νεανικά τους χρόνια. Όταν ξύπνησαν, τα κεφάλια τους ήταν τόσο άδεια όσο ο κουμπαράς του νεαρού Ν. Χ. Λόρενς.
Ήταν, όμως,  δύο έξυπνοι, αποφασισμένοι νέοι άνθρωποι και μέσα από τις συνεχείς προσπάθειές τους ήταν σε θέση να ανακτήσουν για άλλη μια φορά τη γνώση και το αίσθημα που τους έκανε ικανούς να επιστρέψουν σαν άρτια μέλη της κοινωνίας. Δόξα στους ουρανούς, αναδείχθηκαν αληθινά έντιμοι πολίτες που ήξεραν πώς να μετακινηθούν από τη μία σιδηροτροχιά στην άλλη, που ήταν πλήρως ικανοί να στείλουν ένα συστημένο γράμμα στο ταχυδρομείο. Πράγματι, μπόρεσαν ακόμη να βιώσουν την αγάπη ξανά, μερικές φορές τόσο όσο το 75% ή ακόμα το 85% της αγάπης.
Ο χρόνος πέρασε με απίστευτη ταχύτητα και σύντομα το αγόρι ήταν τριάντα δύο, το κορίτσι τριάντα.
Ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό, σε αναζήτηση μιας κούπας καφέ για να ξεκινήσει η μέρα, το αγόρι περπατούσε από τα δυτικά προς την ανατολή, ενώ το κορίτσι, με την πρόθεση να στείλει ένα συστημένο γράμμα, περπατούσε από τα ανατολικά προς τη δύση, αλλά παράλληλα στον ίδιο στενό δρόμο στη συνοικία Χαραζούκου του Τόκυο. Πέρασε ο ένας δίπλα από τον άλλο ακριβώς στη μέση του δρόμου. Η αμυδρή λάμψη των χαμένων αναμνήσεων φώτισε για μια σύντομη στιγμή μες στις καρδιές τους. Ο καθένας τους ένιωσε ένα γουργουρητό στο στήθος του. Και το ήξεραν:
Εκείνη είναι το απόλυτα τέλειο κορίτσι για μένα.
Εκείνος είναι το απόλυτα τέλειο αγόρι για μένα.
Αλλά η λάμψη των αναμνήσεών τους ήταν πάρα πολύ αδύναμη, και οι σκέψεις τους δεν είχαν πια τη διαύγεια, που είχαν δεκατέσσερα χρόνια πριν. Χωρίς λέξη, προσπέρασε ο ένας τον άλλον, κι εξαφανίστηκαν μέσα στο πλήθος.
Για πάντα.
Λυπηρή ιστορία, δε νομίζεις;
Ναι, αυτό είναι, αυτό είναι εκείνο που θα έπρεπε να της είχα πει.
ΤΕΛΟΣ
Η ΚΑΚΑΕΙΔΟΥ
 
ΤΟΥ ΧΑΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΤΖΕΙ ΡΟΥΜΠΙΝ
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΙΑ ΔΑΜΙΑΝΑΚΗ


Όταν έφτασα στο κάτω μέρος της στενής τσιμεντένιας σκάλας, βρέθηκα σε ένα διάδρομο που εκτινόταν ατελείωτα ευθεία μπροστά, ένας μακρύς διάδρομος με ταβάνι τόσο ψηλό που έμοιαζε περισσότερο με αποξηραμένο κανάλι αποχέτευσης παρά με διάδρομο. Ελλείψει κάθε μορφής διακόσμησης, ήταν ένας αυθεντικός διάδρομος που ήταν όλο ένας διάδρομος και τίποτε άλλο παρά διάδρομος. Ο φωτισμός ήταν αμυδρός και άνισος, λες και το ίδιο το φως είχε φτάσει επιτέλους στον προορισμό του μετά από αλλεπάλληλα τρομερά ατυχήματα. Έπρεπε να περάσει μέσα από ένα παχύ στρώμα μαύρης σκόνης που περιέλαβε τις λάμπες φθορίου που ήταν τοποθετημένες σε τακτά διαστήματα κατά μήκος του ταβανιού. Και από αυτές τις σωλήνες, η μία από τις τρεις ήταν καμένη. Μετά βίας μπορούσα να διακρίνω το χέρι μου μπροστά στα μάτια μου. Το μέρος ήταν ήσυχο. Ο μόνος ήχος στο σκοτεινό διάδρομο ήταν το ανούσιο πάτημα των αθλητικών παπουτσιών μου πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα.
Συνέχισα να περπατώ: 200 γιάρδες, 300 γιάρδες, ίσως για μισό μίλι, χωρίς σκέψη, απλά περπατάω, δεν υπάρχει η έννοια του χρόνου, της απόστασης, καμία συναίσθηση ότι προχωράω μπροστά με οποιονδήποτε τρόπο. Αλλά πρέπει να προχωρούσα. Εντελώς ξαφνικά στεκόμουν μπροστά σε μία διασταύρωση σε σχήμα ταφ.
Διασταύρωση σε σχήμα ταφ;
Ψάρεψα μία τσακισμένη κάρτα από την τσέπη του μπουφάν μου και άφησα τα μάτια μου να περιηγηθούν πάνω στο μήνυμά της: «Περπάτα ευθεία κάτω το διάδρομο. Εκεί που συναντάται στη δεξιά γωνία με άλλο διάδρομο, θα βρεις μία πόρτα. Έψαξα τον τοίχο μπροστά μου, αλλά δεν υπήρχε σημάδι πόρτας, κανένα ίχνος πόρτας, καμία ένδειξη ότι είχε εγκατασταθεί ποτέ πόρτα σε αυτόν τον τοίχο. Ήταν ένας απλός, σκέτος τσιμεντένιος τοίχος χωρίς διακριτικά διαφορετικά από εκείνα που μοιράζονται άλλοι τσιμεντένιοι τοίχοι. Καμία μεταφυσική πόρτα, καμία συμβολική πόρτα, καμία μεταφορική πόρτα, τίποτα. Ψηλάφισα με την παλάμη μου από πάνω ως κάτω τον τοίχο, αλλά ήταν απλά ένας τοίχος, λείος και κενός.
    Πρέπει να είχε γίνει κάποιο λάθος, ήμουν σίγουρος.
    Στηρίζοντας την πλάτη στον τοίχο, έκανα ένα τσιγάρο. Και τώρα τι; Υποτίθεται ότι έπρεπε να προχωρήσω μπροστά ή να γυρίσω πίσω;
   Όχι ότι η απάντηση ήταν ποτέ στα σοβαρά υπό αμφισβήτηση. Έπρεπε να προχωρήσω. Είχα κουραστεί να είμαι φτωχός. Είχα βαρεθεί τις μηνιαίες πληρωμές, τη διατροφή, το περιορισμένο διαμέρισμά μου, τις κατσαρίδες στο μπάνιο, το βιαστικό υπόγειο σιδηρόδρομο, σιχάθηκα τα πάντα. Τώρα τουλάχιστον, είχα βρει μία αξιοπρεπή εργασία. Η δουλειά θα ήταν εύκολη, ο μισθός εκπληκτικά καλός. Μπόνους δύο φορές το χρόνο. Εκτεταμένες καλοκαιρινές διακοπές. Δεν επρόκειτο να τα παρατήσω τώρα, μόνο και μόνο επειδή είχα πρόβλημα να βρω μία παλιόπορτα. Αν δεν μπορούσα να βρω την πόρτα εδώ, απλά θα προχωρούσα μέχρι να τη βρω.
    Έβγαλα ένα κέρμα των 10 γιεν από την τσέπη μου και το έπαιξα κορώνα γράμματα. Γράμματα. Πήρα το διάδρομο στα δεξιά.
Ο διάδρομος έστριβε δύο φορές προς τα δεξιά, μία προς τα αριστερά, ευθεία δέκα βήματα, και έστριβε ξανά δεξιά. Ο αέρας εδώ μου θύμιζε ζελέ από καφέ, ήταν ψυχρός και παράξενα πυκνός. Αναλογίστηκα την προοπτική ενός μισθού, το αναζωογονητικό κρύο ενός κλιματιζόμενου γραφείου. Το να έχεις δουλειά είναι ένα θαυμάσιο πράγμα. Επιτάχυνα το βήμα μου και προχώρησα στο διάδρομο.
    Επιτέλους εμφανίστηκε μία πόρτα μπροστά μου. Από αυτήν την απόσταση, έμοιαζε με κουρελιασμένο, παλιό ταχυδρομικό γραμματόσημο, αλλά όσο πιο κοντά πήγαινα τόσο πιο πολύ έπαιρνε τη μορφή πόρτας, ώσπου δεν υπήρχε πια αμφιβολία.
    Καθάρισα το λαιμό μου και μετά από ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα, έκανα ένα βήμα πίσω περιμένοντας την απάντηση. Πέρασαν 15 δευτερόλεπτα. Τίποτα. Χτύπησα ξανά, αυτή τη φορά πιο δυνατά, μετά γύρισα πίσω περιμένοντας. Πάλι, τίποτα.
Γύρω μου, ο αέρας άρχιζε να παγώνει.
Ορμώμενος από τη δική μου ανυπομονησία, έκανα ένα βήμα μπροστά να χτυπήσω για τρίτη φορά όταν η πόρτα άνοιξε αθόρυβα, φυσικά, σαν ένα ρεύμα αέρα να σηκώθηκε και να την κούνησε από τους μεντεσέδες της, αν και ήμουν σίγουρος ότι η φύση δεν είχε καμία σχέση με αυτό. Το κλικ ενός διακόπτη ακούστηκε πρώτα, και μετά ένας άντρας παρουσιάστηκε μπροστά μου.
    Ήταν γύρω στα 25 και ίσως 2 ίντσες κοντύτερος από εμένα. Νερό έσταζε από τα φρεσκολουσμένα μαλλιά του, και το μόνο ύφασμα πάνω στο σώμα του ήταν ένα βυσσινί μπουρνούζι. Τα πόδια του ήταν αφύσικα λευκά, και οι πατούσες του ήταν τόσο μικρές όσο ενός παιδιού. Τα χαρακτηριστικά του ήταν τόσο κενά όσο ένα χειρόγραφο κενό τετράδιο ασκήσεων, αλλά το στόμα του είχε ένα ελαφρώς απολογητικό χαμόγελο. Μάλλον δεν ήταν κακός άνθρωπος.
«Συγγνώμη, με πέτυχες στο μπάνιο», είπε, στεγνώνοντας τα μαλλιά του με μια πετσέτα.
«Το μπάνιο;», κοίταξα το ρολόι μου αντανακλαστικά.
«Είναι κανόνας. Πρέπει να κάνουμε μπάνιο μετά το γεύμα.»
«Κατάλαβα.»
«Μπορώ να ρωτήσω τη φύση της παρουσίας σας;»
Τράβηξα την κάρτα από την τσέπη του μπουφάν μου και την παρέδωσα στον άνθρωπο. Την πήρε με τα ακροδάχτυλά του για να μην τη μουσκέψει και τη διάβασε αρκετές φορές.
«Υποθέτω ότι είμαι 5 λεπτά αργοπορημένος», είπα, «Λυπάμαι.»
Κούνησε το κεφάλι και μου επέστρεψε την κάρτα. «Μμμ. Θα αρχίσεις να δουλεύεις εδώ, λοιπόν;»
«Ακριβώς.»
«Παράξενο, δεν έχω ακούσει τίποτα για νέες προσλήψεις. Θα πρέπει να σε αναγγείλω στον ανώτερό μου. Αυτή είναι η δουλειά μου ξέρεις. Το μόνο που κάνω είναι να ανοίγω την πόρτα και να αναγγέλω ανθρώπους στον ανώτερό μου.»
«Ωραία, λοιπόν. Θα μπορούσες παρακαλώ να με αναγγείλεις;»
«Φυσικά. Απλά πες μου το σύνθημα.»
«Το σύνθημα;»
«Δεν ήξερες ότι υπάρχει σύνθημα;»
Κούνησα το κεφάλι μου. «Κανένας δεν μου είπε για κάποιο σύνθημα.»
«Τότε δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Ο ανώτερός μου είναι πολύ αυστηρός σε αυτό. Δεν μου επιτρέπεται να βάλω μέσα οποιονδήποτε που δεν ξέρει το σύνθημα.»
Αυτό ήταν καινούριο για μένα. Έβγαλα την κάρτα από την τσέπη ξανά και τη μελέτησα χωρίς αποτέλεσμα. Δεν έλεγε τίποτα για κάποιο σύνθημα.
    «Μάλλον θα ξέχασαν να το γράψουν», είπα. «Οι οδηγίες για να φτάσω εδώ ήταν επίσης άστοχες. Αν απλά με ανακοινώσεις στον ανώτερό σου, είμαι σίγουρος ότι όλα θα είναι καλά. Προσλήφθηκα να αρχίσω δουλειά σήμερα εδώ. Είμαι σίγουρος ο ανώτερός σου γνωρίζει για όλα αυτά. Αν απλά ανακοινώσεις την άφιξή μου...»
    «Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζομαι το σύνθημα», είπε κι άρχισε να ψάχνει για ένα τσιγάρο μόνο για να ανακαλύψει ότι το μπουρνούζι του δεν είχε τσέπες. Του έδωσα ένα από τα δικά μου και του το άναψα με τον αναπτήρα μου.
    «Ευχαριστώ, καλοσύνη σου», είπε. «Τώρα, είσαι σίγουρος ότι δε θυμάσαι τίποτα που θα μπορούσε να είναι το σύνθημα;»
Μπορούσα μόνο να κουνήσω αρνητικά το κεφάλι μου.
    «Δε μου αρέσει αυτή η επιλεκτική εργασία περισσότερο από ότι σε εσένα, αλλά ο ανώτερός μου πρέπει να έχει τους λόγους του. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Δεν ξέρω τι είδους άνθρωπος είναι. Δεν τον έχω συναντήσει ποτέ. Αλλά ξέρεις πώς είναι τέτοιοι άνθρωποι, έχουν αυτές τις σπαζοκεφαλιές. Μην το παίρνεις προσωπικά»
    «Όχι, φυσικά όχι.»
    «Ο τύπος που δούλευε εδώ πριν από μένα, ανήγγειλε κάποιον που τον λυπήθηκε επειδή το άτομο ισχυρίστηκε ότι «ξέχασε» το σύνθημα! Απολύθηκε στο λεπτό. Κι εσύ από όλους τους ανθρώπους ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να βρεις δουλειά στις μέρες μας.»
    Έγνεψα. «Για πες μου λοιπόν.», είπα. «Μπορείς να μου δώσεις ένα στοιχείο; Ένα μικρό.»
    Ακουμπώντας πάνω στην πόρτα, ο άνδρας εξέπνευσε ένα σύννεφο καπνού. «Λυπάμαι. Είναι ενάντια στους κανόνες.»
     «Α, έλα τώρα. Τι κακό μπορεί να κάνει ένα μικρό στοιχείο;»
     «Ναι, αλλά αν ποτέ αποκαλυφθεί, θα βρεθώ σε μεγάλο μπελά.»
     «Δε θα το πω σε άνθρωπο. Δε θα το πεις σε άνθρωπο. Πώς θα το μάθουν ποτέ;» Αυτή ήταν μία θανάσιμα σοβαρή υπόθεση για μένα. Δεν ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω.
    Αφού έμεινε λίγο αναποφάσιστος, ο άνδρας έσκυψε κοντά στο αυτί μου και ψιθύρισε, «Είσαι έτοιμος γι’ αυτό; Εντάξει, λοιπόν, είναι μια απλή λέξη κι έχει κάτι να κάνει με το νερό. Χωράει στο χέρι σου, αλλά δεν μπορείς να το φας.»
Τώρα ήταν η σειρά μου να συλλογιστώ τα πράγματα.
      «Ποιο είναι το πρώτο γράμμα;»
      «Κ», είπε.
      «Κάκτος», αποτόλμησα.
      «Λάθος», απάντησε. «Δύο ακόμα.»
      «Δύο ακόμα τι;»
     «Δύο ακόμα προσπάθειες. Αν τις χάσεις, την πάτησες. Λυπάμαι, αλλά ρισκάρω πολλά εδώ, παραβαίνοντας τους κανόνες έτσι. Δεν μπορώ απλά να σε αφήσω συνεχώς να μαντεύεις.»
     «Κοίτα, πραγματικά εκτιμώ που μου δίνεις μία ευκαιρία σαν αυτή, αλλά τι θα έλεγες για μερικά ακόμα στοιχεία; Όπως πόσα γράμματα έχει η λέξη;»
     Συνοφρυώθηκε. «Σε λίγο θα μου ζητήσεις να σου πω όλη την καταραμένη λέξη.»
     «Όχι, ποτέ δε θα το έκανα αυτό. Ποτέ. Απλά πες μου πόσα γράμματα έχει η λέξη.»
«Εντάξει. Εννιά.», είπε με ένα στεναγμό. «Ο πατέρας μου πάντα μου έλεγε: Δώσε αέρα στο χωριάτη να σ΄ανέβει στο κρεβάτι.»
     «Λυπάμαι. Πραγματικά.»
     «Τέλος πάντων, έχει εννιά γράμματα.»
     «Έχει σχέση με το νερό, χωράει στο χέρι σου αλλά δεν μπορείς να το φας.»
     «Ακριβώς.»
     «Αρχίζει από Κ και έχει εννιά γράμματα.»
     «Ακριβώς.»
Συγκεντρώθηκα στο γρίφο. «Κακαειδού.», είπα τελικά.
«Όχι. Ούτως ή άλλως μπορείς να φας μία κακαειδού.»
     «Είσαι σίγουρος;»
     «Μάλλον. Μπορεί να μην έχει ωραία γεύση,» πρόσθεσε με σχεδόν πλήρη σιγουριά. «Και δε θα χώραγε στο χέρι σου.»
     «Έχεις δει ποτέ μία κακαειδού;»
   «Όχι», είπε. «Δεν ξέρω τίποτα για τα πτηνά. Ειδικά για τα υδρόβια. Μεγάλωσα στο κέντρο του Τόκιο. Μπορώ να σου πω όλες τις στάσεις στη διαδρομή Γιαμανότε με τη σειρά, αλλά δεν έχω δει ποτέ κακαειδού.»
Ούτε εγώ είχα, φυσικά. Δεν ήξερα καν ότι γνώριζα τη λέξη ώσπου άκουσα τον εαυτό μου να τη λέει. Αλλά η κακαειδού ήταν η μόνη λέξη με εννιά γράμματα που μπορούσα να σκεφτώ να ταιριάζει με τα στοιχεία.
   «Πρέπει να είναι η κακαειδού», επέμεινα. «Οι μικρές, σε μέγεθος παλάμης κακαειδίνες έχουν τόσο άσχημη γεύση που δε θα μπορούσες ούτε σκύλο να κάνεις να φάει μία.»
    «Ει, περίμενε ένα λεπτό», είπε. «Δεν έχει σημασία τι νομίζεις εσύ, η κακαειδού δεν είναι το σύνθημα. Μπορείς να διαφωνήσεις όσο θες, αλλά έχεις πει τη λάθος λέξη.»
   «Αλλά ταιριάζει με όλα τα στοιχεία, σχετίζεται με το νερό, χωράει στο χέρι, δεν μπορείς να τη φας, εννιά γράμματα. Είναι τέλεια.»
     «Μόνο που υπάρχει ένα λάθος.»
     «Ποιο είναι αυτό;»
     «Η κακαειδού δεν είναι το σύνθημα.»
     «Τότε λοιπόν ποιο είναι;»
Με το ζόρι κρατήθηκε. «Δεν μπορώ να σου πω.»
«Γιατί αυτό δεν υπάρχει,» δήλωσα με τον πιο ψυχρό τόνο που μπορούσα να βρω. «Δεν υπάρχει άλλη λέξη με εννιά γράμματα για ένα πράγμα που να συνδέεται με το νερό να χωράει στο χέρι σου αλλά να μην μπορείς να το φας.»
«Αλλά υπάρχει,» ομολόγησε έτοιμος να κλάψει.
«Δεν υπάρχει.»
«Υπάρχει.»
«Δεν μπορείς να το αποδείξεις. Και η κακαειδού ταιριάζει με όλα τα κριτήρια.»
«Το ξέρω, αλλά και πάλι, ίσως να υπάρχει κάπου ένας σκύλος που να του αρέσει να τρώει κακαειδού σε μέγεθος παλάμης.»
«Εντάξει, αφού είσαι τόσο έξυπνος, πες μου πού μπορείς να βρεις ένα τέτοιο σκύλο. Τι είδους σκύλος είναι αυτός. Θέλω χειροπιαστή απόδειξη.»
Βόγγηξε, γύρισε τα μάτια του.
Συνέχισα. «Ξέρω ό,τι μπορεί να μάθει κανείς για τα σκυλιά, και δεν έχω δει ποτέ μα ποτέ σκύλο να του αρέσει να τρώει κακαειδού σε μέγεθος παλάμης.»
     «Έχουν τόσο άσχημη γεύση;» έκλαψε.
     «Απαίσια. Απλά απαίσια. Μπλιαχ!»
     «Έχεις φάει ποτέ;»
    «Ποτέ. Περιμένεις από μένα να βάλω στο στόμα μου κάτι τόσο απαίσιο και σιχαμερό;»
     «Όχι, υποθέτω όχι.»
    «Έτσι κι αλλιώς, θέλω να με αναγγείλεις στον ανώτερό σου», απαίτησα. «Κακαειδού.»
    «Παραιτούμαι», είπε, σκουπίζοντας τα μαλλιά του άλλη μια φορά με την πετσέτα. «Θα κάνω μια προσπάθεια. Αλλά είμαι βέβαιος ότι δε θα σε ωφελήσει.»
     «Σ’ ευχαριστώ», είπα. «Στο χρωστάω.»
  «Αλλά πες μου», είπε. «Υπάρχουν πραγματικά αυτές οι κακαειδίνες σε μέγεθος παλάμης;»
    «Ναι. Χωρίς αμφιβολία. Υπάρχουν κάπου», είπα, παρόλο που μα τη ζωή μου δεν μπορούσα να πω πώς αυτή η λέξη καρφώθηκε στο μυαλό μου.

  Η κακαειδού σε μέγεθος παλάμης σκούπισε τα γυαλιά της με ένα βελούδινο τετράγωνο ύφασμα και της ξέφυγε άλλος ένας στεναγμός. Το κάτω δεξιό ούλο της παλόταν από τον πόνο. Άλλη μία επίσκεψη στον οδοντίατρο;, σκέφτηκε. Δεν την παλεύω άλλο. Ο κόσμος είναι τόσο βαρετός: οδοντίατροι, φοροεπιστροφές, πληρωμές αυτοκινήτων, χαλασμένα κλιματιστικά... Άφησε το κεφάλι του να βολευτεί πίσω στη δερμάτινη καρέκλα, έκλεισε τα μάτια του, και αναλογίστηκε το θάνατο. Το θάνατο τον τόσο σιωπηλό όσο ο βυθός του ωκεανού, τον τόσο γλυκό όσο ένα τριαντάφυλλο τον Μάη. Η κακαειδού σκεφτόταν το θάνατο πολύ αυτές τις μέρες. Στο μυαλό του, έβλεπε τον εαυτό του να απολαμβάνει την αιώνια ανάπαυσή του.
   «Εδώ κείτεται η κακαειδού σε μέγεθος παλάμης», έλεγαν οι λέξεις οι χαραγμένες στην ταφόπλακα.
Ακριβώς τότε η ενδοεπικοινωνία του τον προειδοποίησε.
Στόχευσε μια άγρια φωνή στη μηχανή: «Τι θες!»
    «Κάποιος να σας δει, κύριε», ακούστηκε η φωνή του θυρωρού. «Λέει ότι υποτίθεται ότι ξεκινάει δουλειά εδώ σήμερα. Ξέρει το σύνθημα.»
Η κακαειδού σε μέγεθος παλάμης συνοφρυώθηκε και κοίταξε το ρολόι του.
     «Δεκαπέντε λεπτά αργοπορημένος.»

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου