Patti Smith- "Off the Shelf" (The New Yorker, October 10, 2011)

ΑΠΟ ΤΟ ΡΑΦΙ
της Πάτι Σμιθ

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΙΑ ΔΑΜΙΑΝΑΚΗ

Όταν ήμουν δέκα χρονών, έμενα με την οικογένειά μου σε μια μικρή αγροικία στον αγροτικό Βορρά του Τζέρσεϋ. συχνά συνόδευα τη μητέρα μου στα Α. & Π. για τα καθημερινά ψώνια. Δεν είχαμε αυτοκίνητο, επομένως πηγαίναμε με τα πόδια κι εγώ τη βοηθούσα να κουβαλάει τις τσάντες.

Η μητέρα μου έπρεπε να κάνει τα ψώνια της πολύ προσεχτικά, καθώς ο πατέρας μου ήταν σε απεργία. Ήταν σερβιτόρα, και ο μισθός της μαζί με τα φιλοδωρήματα με το ζόρι μας συντηρούσαν. Μία μέρα, ενώ υπολόγιζε τις τιμές, μια διαφημιστική έκθεση για την Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια Βιβλίου έπεσε στο μάτι μου. Οι τόμοι ήταν σε κρεμ απόχρωση, με βαθύ πράσινους σκελετούς εντυπωμένους πάνω σε χρυσό. Ο πρώτος τόμος κόστιζε 99 σεντς με την αγορά δέκα δολαρίων.

Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ, όσο χτενίζαμε τους διαδρόμους για κρέμα αραβοσίτου, γάλα σε σκόνη, κονσέρβες Σπαμ, και αλεσμένο σίτο, ήταν το βιβλίο, το οποίο επιθυμούσα με όλο μου το είναι. Στάθηκα στο ταμείο με τη μητέρα μου, κρατώντας την αναπνοή μου καθώς η ταμίας χτύπαγε τα πράγματα. Ο λογαριασμός πήγε πάνω από έντεκα δολάρια. Η μητέρα μου έβγαλε έξω ένα πενταδόλαρο, μερικά μονά, και μια χούφτα ψιλά. Καθώς μετρούσε τα ψιλά, βρήκα κάπως το θάρρος να ζητήσω την εγκυκλοπαίδεια. "Μπορούμε να πάρουμε μία;" είπα δείχνοντάς της την έκθεση. "Κοστίζει μόνο 99 σεντς."

Δεν αντιλήφθηκα τη διογκούμενη αγωνία της μητέρας μου. Δεν είχε αρκετά ψιλά και έπρεπε να θυσιάσει μια μεγάλη κονσέρβα με φασόλια Le Sueur για να πληρώσει το ποσό. "Όχι τώρα, Πατρίσια." είπε εκείνη σοβαρά. "Σήμερα δεν είναι καλή μέρα." Έβαλα τα πράγματα στις σακούλες και την ακολούθησα στο σπίτι, απογοητευμένη.

Το επόμενο Σάββατο, η μητέρα μου μου έδωσε ένα δολάριο και μ' έστειλε στο Α. & Π. μόνη μου. Δύο τέταρτα γάλα και ένα καρβέλι ψωμί- αυτά αγόραζες μ' ένα δολάριο το 1957. Πήγα κατευθείαν στην έκθεση της Παγκόσμιας Εγκυκλοπαίδειας. Είχε μείνει μόνο ένας πρώτος τόμος απούλητος, τον οποίο τοποθέτησα μέσα στο καρότσι μου. Δε χρειαζόμουνα καροτσάκι, αλλά πήρα ένα έτσι ώστε να μπορώ να διαβάζω όσο θα πήγαινα πάνω κάτω στους διαδρόμους. Πολλή ώρα πέρασε, αλλά δεν είχα συναίσθηση του χρόνου, γεγονός που με έβαζε συχνά σε μπελάδες. Ήξερα ότι έπρεπε να φύγω, αλλά δεν άντεχα να αποχωριστώ το βιβλίο. Αυθόρμητα, το έβαλα μέσα στην μπλούζα μου και ανέβασα μέχρι πάνω το φερμουάρ του καρό αντιανεμικού μου. Ήμουν ένα ψηλό αδύνατο παιδί, και είμαι σίγουρη ότι κάθε γωνία του βιβλίου ήταν πασιφανής.

Βόλταρα στους διαδρόμους για μερικά ακόμα λεπτά, μετά πέρασα μέσα από το σημείο ελέγχου, πλήρωσα το δολάριό μου, γρήγορα έβαλα στη σακούλα τα τρία πράγματα, και κατευθύνθηκα προς το σπίτι με την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει. Ξαφνικά, ένιωσα ένα βαρύ χτύπημα πάνω στον ώμο μου και γύρισα για να βρω τον πιο μεγαλόσωμο άντρα που είχα δει ποτέ. Ήταν ο σεκιουριτάς του μαγαζιού, και μου ζήτησε να του το παραδώσω. Απλά στεκόμουν αμίλητη. "Ξέρουμε ότι έκλεψες κάτι- θα πρέπει να σε ψάξουμε." Τρομοκρατημένη, γλίστρησα το βαρύ βιβλίο κάτω από την μπλούζα μου.

Το κοίταξε με ερωτηματικό. "Αυτό είναι αυτό που έκλεψες, μια εγκυκλοπαίδεια;"
"Ναι", ψιθύρισα, τρέμοντας.
"Γιατί δεν τη ζήτησες από τους γονείς σου;"
"Τη ζήτησα", είπα, "αλλά δεν είχαν τα λεφτά."
"Ξέρεις ότι αυτό είναι λάθος;"
"Ναι."
"Πας στην εκκλησία;"
"Ναι, δυο φορές την εβδομάδα."
"Λοιπόν, θα πρέπει να το πεις στους γονείς σου αυτό που έκανες."
"Όχι, σας παρακαλώ."
"Τότε εγώ θα το κάνω. Ποια είναι η διεύθυνση;"
Δε μίλησα.
"Επομένως, θα πρέπει να σε συνοδεύσω μέχρι το σπίτι σου."
"Όχι, σας παρακαλώ, εγώ θα τους το πω."
"Τ' ορκίζεσαι;"
"Ναι, ναι, κύριε."

Η μητέρα μου ήταν ταραγμένη όταν έφτασα σπίτι. "Πού ήσουνα; Χρειαζόμουνα το ψωμί για τα σάντουιτς του πατέρα σου. Σου είπα να γυρίσεις σπίτι αμέσως."

Και ξαφνικά έγιναν όλα πράσινα, ακριβώς όπως πριν από ανεμοστρόβιλο. Τα αυτιά μου κουδούνιζαν, ένιωσα ζαλάδα, και έκανα εμετό.
Η μητέρα μου με φρόντισε αμέσως, όπως έκανε πάντα. Με έβαλε να ξαπλώσω στον καναπέ και πήρε μία κρύα κομπρέσα για το κεφάλι μου και κάθισε δίπλα μου με εκείνη την αγωνιώδη έκφρασή της.

ι συμβαίνει, Πατρίσια;" ρώτησε. "Συνέβη κάτι κακό;"

αι", ψιθύρισα. "Έκλεψα κάτι." Της είπα για τη λαχτάρα μου για το βιβλίο, την κακή μου πράξη, το μεγαλόσωμο σεκιουριτά. Η μητέρα μου ήταν μια καλή μάνα, αλλά μπορούσε να εκραγεί, και σφίχτηκα περιμένοντας την ψυχρολουσία, την ποινή που πάντα φαινόταν πιο βαριά από το λάθος. Αλλά εκείνη δεν είπε τίποτα. Μου είπε ότι θα έπαιρνε τηλέφωνο στο μαγαζί και θα έλεγε στο σεκιουριτά ότι το είχα ομολογήσει, και ότι θα έπρεπε τώρα να κοιμηθώ.

Όταν ξύπνησα, κάποια στιγμή αργότερα, το σπίτι ήταν ήσυχο. Η μητέρα μου είχε πάει τα αδέρφια μου στο γήπεδο να παίξουν. Ανακάθισα και πρόσεξα μια καφέ χάρτινη σακούλα με το όνομά μου επάνω της. Την άνοιξα και μέσα ήταν ο πρώτος τόμος της Παγκόσμιας Εγκυκλοπαίδειας Βιβλίου.

ΤΕΛΟΣ

ILLUSTRATION: Luci Gutiérrez